3,274,916
edits
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στρατιωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στρατιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική [[στολή]]» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[στρατιωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στρατιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική [[στολή]]» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[στρατιωτικός]]<br />[[άτομο]] που υπηρετεί μόνιμα στον στρατό, [[ιδίως]] ξηράς<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα στρατιωτικά</i><br />(ενν. <i>έργα</i> ή <i>πράγματα</i>) οι στρατιωτικές υποθέσεις, οι γνώσεις ή τα θέματα που [[είναι]] σχετικά με τον στρατό (α. «[[υπουργός]] στρατιωτικών» β. «καὶ ἐπιστήμονα τῶν στρατιωτικῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στρατιωτικό</i><br />α) ο [[στρατός]] ή το στρατιωτικό [[επάγγελμα]]<br />β) η στρατιωτική [[θητεία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατιωτική [[διοίκηση]]» — [[άσκηση]] κρατικής εξουσίας από στρατιωτικούς<br />β) «[[στρατιωτικός]] [[νόμος]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[παρωχημένος]] [[χαρακτηρισμός]] του νόμου [[περί]] θέσεως μέρους ή συνόλου της χώρας σε [[κατάσταση]] πολιορκίας<br />γ) «στρατιωτικά δικαστήρια»<br /><b>(νομ.)</b> δικαστήρια που εκδικάζουν τις αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις στρατιωτικών [[κάθε]] βαθμού<br />δ) «στρατιωτικά εγκλήματα»<br /><b>(νομ.)</b> οι αξιόποινες πράξεις και παραλείψεις τών στρατιωτικών, τόσο τών μόνιμων όσο και τών επί [[θητεία]]<br />ε) «στρατιωτικές γέφυρες»<br />(στρ.-τεχνολ.) ειδικές γέφυρες, [[συνήθως]] προσωρινές και λυόμενες, [[δηλαδή]] γέφυρες που [[είναι]] δυνατόν να αποσυντεθούν [[χωρίς]] [[καταστροφή]] του μέγιστου μέρους τών τμημάτων τους και να επαναχρησιμοποιηθούν<br />στ) «στρατιωτικές ακαδημίες»<br /><b>στρ.</b> σχολές για την [[εκπαίδευση]] και την [[εκγύμναση]] τών αξιωματικών τών ενόπλων δυνάμεων<br />ζ) «στρατιωτική [[αστυνομία]]»<br /><b>στρ.</b> η [[στρατονομία]]<br />η) «στρατιωτική [[δικαιοσύνη]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[σύνολο]] δικαιοδοτικών οργάνων, συνταγματικώς θεσμοθετημένων για τη [[διερεύνηση]], [[εκδίκαση]] και [[τιμωρία]] αξιόποινων πράξεων και παραλείψεων που διαπράττονται από άνδρες και γυναίκες τών Ενόπλων Δυνάμεων [[καθώς]] και το [[αποτέλεσμα]] της λειτουργίας τους<br />θ) «στρατιωτική [[θητεία]]» — το [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο [[ένας]] [[πολίτης]] κατατάσσεται και υπηρετεί υποχρεωτικά στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας<br />ι) «στρατιωτική ιατρική»<br /><b>ιατρ.</b> η ιατρική ως [[σύνολο]] ειδικοτήτων που ασχολούνται με τα [[μέτρα]] για τη [[διατήρηση]], την [[προστασία]] και την [[αποκατάσταση]] της υγείας τών στρατιωτών υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες διαβίωσής τους<br />ια) «Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια» — εξάτομο εγκυκλοπαιδικό [[λεξικό]] και, ειδικότερα λεξικογραφικό [[αρχείο]] τών ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων<br />ιβ) «στρατιωτική [[μουσική]]» — [[μουσική]] γραμμένη [[κυρίως]] για πνευστά όργανα που προορίζεται για τις ποικίλες εκδηλώσεις της στρατιωτικής ζωής<br />ιγ) «στρατιωτικοί κανονισμοί» — βιβλία στα οποία αναφέρονται τα ισχύοντα διατάγματα, σύμφωνα με τα οποία στρατολογούνται οι στρατεύσιμοι της χώρας, εξετάζονται από υγειονομική [[πλευρά]], κατανέμονται σε ειδικότητες, κατατάσσονται στον στρατό, υπηρετούν και, [[τέλος]], απολύονται από τις τάξεις του ενεργού στρατού<br />ιδ) «στρατιωτικές οδοί»<br />(παλαιότερα) οδοί τις οποίες κατασκεύαζαν συμπληρωματικώς και χρησιμοποιούσαν για τη [[διευκόλυνση]] τών εκστρατειών<br />ιε) «στρατιωτικοί υπάλληλοι» — όλοι οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί όλων τών κλάδων τών ενόπλων δυνάμεων<br />ιστ) «στρατιωτικό ποινικό [[δίκαιο]]»<br /><b>(νομ.)</b> το κωδικοποιημένο [[σύνολο]] τών ουσιαστικών και δικονομικών διατάξεων που αφορούν στην [[πρόβλεψη]], τη [[διαπίστωση]], την [[εκδίκαση]] και την [[τιμωρία]] τών στρατιωτικών εγκλημάτων<br />ιζ) «στρατιωτικό [[συμβούλιο]]»<br />(στρ. ποιν. δίκ.) δικαστικό [[συμβούλιο]] της στρατιωτικής δικαιοσύνης με ανακριτικές αρμοδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[υπηρεσία]] στον στρατό, ο [[στρατεύσιμος]] («στρατιωτική [[ηλικία]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[φιλοπόλεμος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (ενν. [[ἀργύριον]]) ο [[μισθός]] τών στρατιωτικών<br />β) (ενν. [[πλήθος]]) ο [[στρατός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στρατιωτικὸν [[κολλύριον]]» — [[είδος]] αλοιφής για τα μάτια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[στρατιωτικώς]] /<i>στρατιωτικῶς</i> ΝΜΑ και <i>στρατιωτικά</i> Ν<br />όπως οι στρατιώτες, [[κατά]] τον τρόπο του στρατού ή τών στρατιωτικών («καὶ βασιλικὸν βίον ἀφέντας στρατιωτικῶς ζῆν», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) με βάρβαρο τρόπο, σαν [[αγροίκος]]<br /><b>2.</b> για [[χρήση]] από τον στρατό. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |