παραδουλευτής: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(30)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[παραδουλεύτρα]] [[παραδουλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί τις βοηθητικές υπηρεσίες<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το θηλ.) <i>η [[παραδουλεύτρα]]<br />[[γυναίκα]] που βοηθά στις δουλειές του σπιτιού, ευκαιριακή [[υπηρέτρια]].
|mltxt=ο, θηλ. [[παραδουλεύτρα]] [[παραδουλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί τις βοηθητικές υπηρεσίες<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το θηλ.) η [[παραδουλεύτρα]]<br />[[γυναίκα]] που βοηθά στις δουλειές του σπιτιού, ευκαιριακή [[υπηρέτρια]].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο, θηλ. παραδουλεύτρα παραδουλεύω
1. αυτός που εκτελεί τις βοηθητικές υπηρεσίες
2. (κυρίως το θηλ.) η παραδουλεύτρα
γυναίκα που βοηθά στις δουλειές του σπιτιού, ευκαιριακή υπηρέτρια.