παραδουλευτής

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. παραδουλεύτρα παραδουλεύω
1. αυτός που εκτελεί τις βοηθητικές υπηρεσίες
2. (κυρίως το θηλ.) η παραδουλεύτρα
γυναίκα που βοηθά στις δουλειές του σπιτιού, ευκαιριακή υπηρέτρια.