παρδαλός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(31)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στικτό [[χρώμα]], με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[πολύχρωμος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο ελευθερίων ηθών, ο [[χωρίς]] ηθικές αρχές<br /><b>4.</b> (για λόγους) [[ασαφής]], [[ασυνάρτητος]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[παρδαλή]]<br />[[γυναίκα]] ελευθέριων ηθών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πάρδαλις]] [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ός</i>, -<i>ή</i>, -<i>ό</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στικτό [[χρώμα]], με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[πολύχρωμος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο ελευθερίων ηθών, ο [[χωρίς]] ηθικές αρχές<br /><b>4.</b> (για λόγους) [[ασαφής]], [[ασυνάρτητος]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[παρδαλή]]<br />[[γυναίκα]] ελευθέριων ηθών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πάρδαλις]] [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ός</i>, -<i>ή</i>, -<i>ό</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει στικτό χρώμα, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
2. ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος
3. (για πρόσ.) ο ελευθερίων ηθών, ο χωρίς ηθικές αρχές
4. (για λόγους) ασαφής, ασυνάρτητος
5. το θηλ. ως ουσ. η παρδαλή
γυναίκα ελευθέριων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πάρδαλις κατά τα επίθ. σε -ός, -ή, -ό].