ασυνάρτητος
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυνάρτητος, -ον) συναρτώ
αυτός που δεν έχει ειρμό, ασύνδετος, ανακόλουθος
αρχ.-μσν.
(μετρ.) «ἀσυνάρτητοι στίχοι» — οι στίχοι που αποτελούνται από ανομοιογενή ημιστίχια.