ναρκαλιευτικός: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
(26)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[ναρκαλιεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ναρκαλιεία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ναρκαλιευτικό]]<br /><b>ναυτ.</b> [[κατηγορία]] πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων του στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη [[διεξαγωγή]] επιχειρήσεων ναρκαλιείας.
|mltxt=-ή, -ό [[ναρκαλιεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ναρκαλιεία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ναρκαλιευτικό]]<br /><b>ναυτ.</b> [[κατηγορία]] πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων του στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη [[διεξαγωγή]] επιχειρήσεων ναρκαλιείας.
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό ναρκαλιεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναρκαλιεία
2. το ουδ. ως ουσ. το ναρκαλιευτικό
ναυτ. κατηγορία πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων του στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ναρκαλιείας.