διεξαγωγή

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξᾰγωγή Medium diacritics: διεξαγωγή Low diacritics: διεξαγωγή Capitals: ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ
Transliteration A: diexagōgḗ Transliteration B: diexagōgē Transliteration C: dieksagogi Beta Code: diecagwgh/

English (LSJ)

ἡ,
A settlement of a dispute, Plb.5.102.3.
II inquiry, inquest, PTeb.14.6 (ii B. C.), PRyl.65.10 (i B. C.).
2 trial, διεξαγωγὴν ποιήσασθαι GDI5040.59 (Crete).
III διεξαγωγὴ τοῦ βίου = a way of living, D.S.4.30, cf. Hierocl.p.53A., S.E.M.7.158, al.: abs., Phld.Sto.339.19, Arr.Epict.1.6.21, Ecphant. ap. Stob. 4.7.64; τὰς δ. ποιεῖσθαι S.E.M.1.178.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. διεξαγωγά Ecphant.p.82.12
I 1vida, modo de vida esp. ref. a hábitos o normas de conducta ἡ Ἀθηναίων δ. Phld.Sto.21.9, σύμφωνος δ. τῇ φύσει modo de vida acorde con la naturaleza Arr.Epict.1.6.21, κατὰ φύσιν Arr.Epict.3.24.102, cf. Clem.Al.Strom.6.16.136
conducta ἡ τοῦ βίου διεξαγωγή = modo de vida, conducta vital Ecphant.l.c., S.E.M.7.158, Basil.Hex.8.2 (p.440), βίου δ. εὐσταθοῦς Hierocl.Exc.53.1.
2 vida como existenciaἐκεῖ διεξαγωγὴ τῆς ψυχῆς Synes.Insomn.7 (p.156), τὸ ἀκίνητον ... τῆς τοῦ θεοῦ διεξαγωγῆς Basil.Spir.15.76
como sede o lugar de existencia ἐν ... τᾷ χώρᾳ τᾶς σελάνας ἔνερθεν ... ἁ τῶ δαίμονος φύσις ἔχει τὰν διεξαγωγάν en la región sublunar tiene la naturaleza demónica su lugar de existencia Ecphant.Pyth.Hell.79.20
como transcurso o desarrollo de la vida τὴν τοῦ βίου διεξαγωγὴν ἐν τοῖς ὀρύγμασι ποιούμενοι haciendo su vida en las cuevas D.S.4.30, ἡ διεξαγωγὴ τοῦ γήρως = el transcurso de la vejez, SEG 36.590.24 (Berea II d.C.).
II usos téc., en cont. polít. o judicial
1 arreglo, solución negociada o amistosa en situaciones de conflicto διὰ λόγου ποιεῖσθαι τὴν διεξαγωγήν Plb.4.26.3, cf. 5.103.3, 24.15.7, ὄντων ... τῶν περὶ τὸν Ἄρατον οὐκ ἀλλοτρίων διεξαγωγῆς no oponiéndose los de Arato a la negociación Plb.5.102.3
negociación comercial, transacción δύναται καὶ τὰς ἐν ἐκείνῃ τῇ πόλει διεξαγωγὰς ἀπαραποδίστως ποιεῖσθαι S.E.M.1.178.
2 resolución o tramitación judicial τὰν δὲ διεξαγωγὰν ποιήσασθαι ἀκολούθως τᾷ τοῦ δάμου προαιρέσει SEG 29.1130bis.17 (Clazomenas II a.C.), cf. ICr.3.3.4.60 (Hierapitna II a.C.), ἡ τῶν ἀμφιλεγομένων διεξαγωγή IIasos 612.51 (II a.C.), ἀπαντᾶν ἐν ἡμέραις τρισὶν πρὸς τὴν περὶ τούτων ἐσομένην διεξαγωγήν PTeb.14.6, cf. 739.10 (ambos II a.C.), PRyl.65.10 (I a.C.), καταστῆσαι αὐτὸν ἐπὶ σὲ πρὸς τὴν τούτων διεξαγωγήν PAmh.35.41, cf. PLond.2188.60 (ambos II a.C.), καλοκαγαθίας ἕνεκεν ... ἣν ἔσχεν ἐν τῇ διεξαγωγῇ τῶν κριμάτων IG 12(5).869.54 (Tenos II/I a.C.).
III 1organización τοῦ βιβλίου Dion.Alex. en Eus.HE 7.25.8.
2 ejecución, cumplimiento τῶν αἱρεθέντων Cyr.Al.M.73.689B.

German (Pape)

[Seite 619] ἡ, das Durch- u. zu Ende führen; τοῦ βίου D. Sic. 4, 30; bes. = Beilegung eines Streites, Ausgang einer Sache, Pol. 4, 26, 3. 24, 2, 11 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de conduire à terme ; conduite de la vie ; manière de vivre.
Étymologie: διεξάγω.

Russian (Dvoretsky)

διεξᾰγωγή:
1 ведение: διεξαγωγὴ τοῦ βίου Diod., Sext. жизнь, существование;
2 исход, результат (ταῦτα τοιαύτης ἔτυχε διεξαγωγῆς Polyb.);
3 улаживание (διὰ λόγου ποιεῖσθαι τὴν διεξαγωγήν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

διεξᾰγωγή: ἡ, τὸ φέρειν εἰς πέρας, ἀποτέλεσμα, Πολύβ. 5. 102, 3, κτλ. ΙΙ. δ. τοῦ βίου, τρόπος ζωῆς, Διόδ. 4. 30· καὶ ἑπομ., ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 435.

Greek Monolingual

η (AM διεξαγωγή) διεξάγω
1. εκτέλεση, διενέργεια, διευθέτηση
2. (νομ.) εκδίκαση μιας υποθέσεως
3. ανάκριση, έρευνα
αρχ.
1. διάταξη φιλολογικής εργασίας
2. διοίκηση του σύμπαντος από τον θεό
3. φρ. α) «διεξαγωγὴ τοῦ βίου» ή απλώς διεξαγωγή
τρόπος ζωής
β) «τὰς διεξαγωγὰς ποιεῖσθαι» — κάνω τις δοσοληψίες που αποβλέπουν στην ικανοποίηση τών καθημερινών αναγκών.