ολόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(28)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλόχρυσος]], -ον)<br />κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον [[ὁλόχρυσον]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάξανθος]] («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ὁλόχρυσον]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το μέγα.
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλόχρυσος]], -ον)<br />κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον [[ὁλόχρυσον]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάξανθος]] («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὁλόχρυσον]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το μέγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, -ον)
κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον
το φυτό αείζωον το μέγα.