ὁλόχρυσος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόχρῡσος Medium diacritics: ὁλόχρυσος Low diacritics: ολόχρυσος Capitals: ΟΛΟΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: holóchrysos Transliteration B: holochrysos Transliteration C: olochrysos Beta Code: o(lo/xrusos

English (LSJ)

ὁλόχρυσον, of solid gold, Antiph.224.5, Call. Iamb.1.130, Callix.2, Plu.2.852b: metaph., Phld.Rh.1.190 S.

German (Pape)

[Seite 328] ganz golden; Ath. VI, 259 d; Plut. X oratt. g. E.; Luc. Saturn. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en or.
Étymologie: ὅλός, χρυσός.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόχρῡσος: -ον, ὁ ὅλος ἐκ χρυσοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Χρυσίδι» 1. 5, Πλούτ. 2. 852Β, Ἀθήν. 202Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, -ον)
κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον
το φυτό αείζωον το μέγα.