οκτάγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(28)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀκτάγλωσσος, -ον (Μ)<br />(μόνο το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ [[ὀκτάγλωσσον]]<br />[[φλάμπουρο]] που διασχίζεται σε [[οκτώ]] γλώσσες, [[δηλαδή]] λωρίδες, γλωσσοειδείς άκρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (βλ, λ. [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]]), <b>πρβλ.</b> [[επτά]]-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=ὀκτάγλωσσος, -ον (Μ)<br />(μόνο το ουδ. ως ουσ.) τὸ [[ὀκτάγλωσσον]]<br />[[φλάμπουρο]] που διασχίζεται σε [[οκτώ]] γλώσσες, [[δηλαδή]] λωρίδες, γλωσσοειδείς άκρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (βλ, λ. [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]]), <b>πρβλ.</b> [[επτά]]-<i>γλωσσος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

ὀκτάγλωσσος, -ον (Μ)
(μόνο το ουδ. ως ουσ.) τὸ ὀκτάγλωσσον
φλάμπουρο που διασχίζεται σε οκτώ γλώσσες, δηλαδή λωρίδες, γλωσσοειδείς άκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ, λ. οκτώ) + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. επτά-γλωσσος].