νέμειος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(26) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νέμειος]], -εία, -ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, -αία, -ον) [[Νεμέα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Νεμέα]] ή βρίσκεται στην [[περιοχή]] της Νεμέας ή προέρχεται από τη [[Νεμέα]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Νέμειος</i><br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) | |mltxt=[[νέμειος]], -εία, -ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, -αία, -ον) [[Νεμέα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Νεμέα]] ή βρίσκεται στην [[περιοχή]] της Νεμέας ή προέρχεται από τη [[Νεμέα]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Νέμειος</i><br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ [[Νέμειον]]<br />ο [[ναός]] του Νεμείου [[Διός]] στη [[Λοκρίδα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 14 January 2019
Greek Monolingual
νέμειος, -εία, -ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, -αία, -ον) Νεμέα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεμέα ή βρίσκεται στην περιοχή της Νεμέας ή προέρχεται από τη Νεμέα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Νέμειος
προσωνυμία του Διός
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Νέμειον
ο ναός του Νεμείου Διός στη Λοκρίδα.