περιοχή

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοχή Medium diacritics: περιοχή Low diacritics: περιοχή Capitals: ΠΕΡΙΟΧΗ
Transliteration A: periochḗ Transliteration B: periochē Transliteration C: periochi Beta Code: perioxh/

English (LSJ)

ἡ, (περιέχω)
A a containing, enclosing, Plu.2.1078b, Herm. ap. Stob.1.49.69.
2 compass, circumference, σφαίρας Placit.3 Prooemia, cf. J.BJ5.4.3, Cleom.1.11, 2.3, Diog.Oen.24; opp. μῆκος, BGU492.10 (ii A.D.); ἡ ἐκτὸς π., of the body, Arist.Col.797b22, cf. Pr.870a10, D.S.1.91; κατὰ τὰς τῶν ἐθνῶν π. according to their extent, Id.17.58; mass, body, Plu.Lys.12; π. τις οὐρανοῦ Epicur.Ep.2p.37U.; ἀκατάληπτος π., of the world, Secund.Sent.1.
3 generally, compass, extent, ἡ π. τῆς ὅλης περιβολῆς καὶ πράξεως Plb.11.19.2; aggregate, Dam.Pr.88,95 bis.
b content of a definition, etc., Corn.Rh.p.382H., Alex.Aphr.in APr. 278.11, etc.
c summary, Herm. ap. Stob.1.41.1; σύντομος π. Procl.in Ti.1.73; periochae, title of summaries of books of Livy.
4 inclusion, S.E.P.3.101; κατὰ περιοχήν τινος including... Ph. 2.488.
II portion circumscribed or marked off, section of a book, Cic.Att.13.25.3, Act.Ap.8.32.
III pod, husk, shell, Thphr. CP 1.19.2.
2 fence, fortification, LXX 1 Ki.22.4, al.; πόλις περιοχῆς ib.Ps.30(31).21,al.
IV straitness, = θλῖψις, συνοχή, Phot.; esp. siege, LXX Je.19.9; ἦλθεν πόλις ἐν περιοχῇ ib.4 Ki.24.10; ὕδωρ περιοχῆς ib.Na.3.14.
V=περιπέτεια, Phot.

German (Pape)

[Seite 585] ἡ, das Umfassen, der Umfang; so nennt Theophr. die äußeren Schalen der Früchte; – Inbegriff, Gesammtinhalt, das Ganze, πραγμάτων, D. Hal., καὶ τόποι, ganze Abschnitte und Stellen der Schriftsteller, id. Bei Plut. Lys. 12 ist περ. πυροειδής feurige Masse.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. ce qui entoure, enveloppe d'un corps ; pourtour;
II. ce qui est entouré :
1 corps ou masse;
2 contenu d'un livre, particul. passage d'un écrit.
Étymologie: περιέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιοχή -ῆς, ἡ [περιέχω] massa:. ἡ πυροειδὴς π. de vurige massa Plut. Lys. 12.7. schriftgedeelte. NT Act. Ap. 8.32.

Russian (Dvoretsky)

περιοχή:
1 окружность, оболочка (σφαίρας Plut.);
2 сумма, совокупность: π. τῶν ὅλων Plut. вселенная, мир;
3 масса, тело (π. πυροειδής Plut.);
4 протяжение, распространение (αἱ τῶν ἐθνῶν περιοχαί Diod.);
5 периоха, извлечение из текста, выдержка (τῆς γραφῆς NT).

English (Strong)

from περιέχω; a being held around, i.e. (concretely) a passage (of Scripture, as circumscribed): place.

English (Thayer)

περιοχῆς, ἡ (περιέχω, which see);
1. an encompassing, compass, circuit (Theophrastus, Diodorus, Plutarch, others).
2. that which is contained; specifically, the contents of any writing, Cicero, ad Attic. 13,25; Stobaeus, eclog. ethic., p. 164 (ii., p. 541, Gaisford edition)) (but A. V. place i. e. passage; cf. Sophocles' Lexicon, under the word).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιέχω
1. χώρος γύρω από κάτι, τόπος γύρω από πόλη, οικισμό ή από έδρα αρχής, περιφέρεια (α. «η περιοχή της Κορίνθου» β. «η περιοχή του Γ' Σώματος στρατού» γ. «ἡ ἐκτὸς περιοχή», Θεόφρ.)
2. (γενικά) έκταση, επιφάνεια γης, τόπος, χώρος (α. «σε πολλές περιοχές της Γης τα παιδιά πεθαίνουν από ασιτία» β. «περιοχή τις ουρανού», Επίκ.)
3. ο τομέας, το πεδίο μιας επιστήμης, τέχνης ή άλλης πνευματικής εκδήλωσης ή δραστηριότητας (α. «η περιοχή της φυσικής έχει διευρυνθεί σήμερα πάρα πολύ» β. «τὴν περιοχὴν τῆς ὅλης ἐπιβολῆς καὶ πράξεως», Πολ.)
νεοελλ.
1. παλαιότερη ονομασία διοικητικής υποδιαίρεσης μεγαλύτερης του νομού στην Ελλάδα και ισχύουσα σήμερα σε ορισμένες χώρες του εξωτερικού
2. ανατ. έκταση γύρω από ένα όργανο, χώρα (α. «ηπατική περιοχή» β. «περιοχή τών πνευμόνων»)
3. φρ. α) «γεωγραφική περιοχή»
γεωγρ. έκταση ή τμήμα χώρας με κοινά φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά τα οποία επιτρέπουν τον διαχωρισμό της από άλλα σύνολα γειτονικών χώρων
β) «μαγνητική περιοχή ή. «περιοχή Βάις»
φυσ. ορισμένος χώρος στο εσωτερικό τών σιδηρομαγνητικών και σιδηριμαγνητικών υλικών στον οποίο όλες οι μαγνητικές ροπές είναι προσανατολισμένες κατά τρόπο παράλληλο, αλλ. μαγνητική επικράτεια
γ) «φυσική περιοχή»
γεωγρ. έκταση που αντιστοιχεί σε μια γεωλογική, γεωμορφολογική, κλιματική ή βιογεωγραφική ενότητα ή, μερικές φορές, στον συνδυασμό δύο ή περισσότερων τέτοιων ενοτήτων, με αποκλεισμό όμως κάθε περίπτωσης ανθρωπογενούς επέμβασης
μσν.-αρχ.
1. αυτό που περιέχει κάτι άλλο, που περιλαμβάνει κάτι άλλο, περίβολος
2. περίμετρος («περιοχὴ τῶν ὄντων»)
3. σώμα, όγκος («ἐκείνης τῆς πυροειδοῦς περιοχής ἔχων», Πλούτ.)
4. συνάθροιση, συγκέντρωση
5. ανακεφαλαίωση, περίληψησύντομος περιοχή», Ερμ.)
6. το περιεχόμενο ενός πράγματος
7. η περίκλειση πράγματος μέσα σε ορισμένο χώρο
8. οριοθετημένο τμήμα, χωρίο, απόσπασμα κειμένου («ἡ δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἥν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη», ΠΔ)
9. (ιδίως σχετικά με φυτά) θήκη, λέπυρο, κέλυφος («ἀλλήλοις συνειμμένα καὶ κοινὴν περιοχήν ἔχοντα», Θεόφρ.)
10. φραγμός, οχύρωμα, φρούριο («ὄντος τοῦ Δαυΐδ ἐν τῇ περιοχῇ», ΠΔ)
11. αποκλεισμός, πολιορκία («ἦλθεν ἡ πόλις ἐν περιοχῇ», ΠΔ)
12. (κατά τον Φώτ.) α) στενοχώρια, θλίψη
β) περιπέτεια
13. ως κύριο όν. Περιοχαί
τίτλος περιληπτικών βιβλίων του Τίτου Λιβίου.

Greek Monotonic

περιοχή: ἡ (περιέχω
I. περιοχή, έκταση· μάζα, σώμα, σε Πλούτ.
II. χωρίο που έχει περιγραφεί, τμήμα βιβλίου, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

περιοχή: ἡ, (περιέχω) κύκλος, περιφέρεια, σφαίρας Πλούτ. 2. 892Ε· ἡ ἐκτὸς π., ἐπὶ τοῦ σώματος, Θεοφρ. περὶ Χρωμ. 45, πρβλ. Διόδ. 1. 91· κατὰ τὰς τῶν ἐθνῶν π., κατὰ τὴν ἔκτασιν αὐτῶν, ὁ αὐτ. 17. 58· - ὡσαύτως, ὄγκος, σῶμα, Πλουτ. Λύσανδρ. 12. ΙΙ. μέρος πράγματος περιγραφομένου ἢ διὰ σημείων κεχωρισμένου, χωρίον συγγραφέως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 25, Πράξ. Ἀποστ. η΄, 32· πρβλ. περικοπή ΙΙΙ. ΙΙΙ. θήκη· καὶ ἐπὶ φυτῶν, λέπυρον, κέλυφος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 2. 2) φραγμός, φρούριον, ὀχύρωμα, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 4, κ. ἀλλ.).

Middle Liddell

περιοχή, ἡ, περιέχω
I. compass, extent:—a mass, body, Plut.
II. a portion circumscribed, a section of a book, NTest.

Chinese

原文音譯:perioc» 胚里-哦黑
詞類次數:名詞(1)
原文字根:周圍-有(著)
字義溯源:內容,地方,部分,段;源自(περιέχω)=包含);由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(ἔχω)*=持)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 段(1) 徒8:32

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό περιέχωπερί + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

fortification (structure)

Arabic: مَعْقِل‎; Armenian: ամրություն; Azerbaijani: istehkam; Bulgarian: укрепления; Catalan: fortificació; Chinese Mandarin: 防禦工事/防御工事, 工事, 堡壘/堡垒; Czech: pevnost, opevnění; Dutch: vesting; Esperanto: fortikaĵo; Finnish: linnoite, linnoitus; French: fortification, renforcement; Galician: fortificación; German: Festung, Fort; Greek: οχύρωμα; Ancient Greek: ἀποτείχισμα, ἐπιτείχισμα, ὀχύρωμα, παρατείχισμα, περίβλημα, περιοχή, προανατείχισμα, τείχισμα, τεῖχος, τείχωμα, φραγμός, φύλαγμα; Italian: fortificazione; Latin: munitio, munimentum; Macedonian: утврдувања; Malay: perkubuan; Maori: pare, papare, tūwatawata; Norman: fortificâtion; Norwegian Bokmål: festningsanlegg; Nynorsk: festningsanlegg; Old Persian: استحکامات‎; Polish: fortyfikacja, umocnienie; Portuguese: fortificação; Romanian: fortificație, fortăreață; Russian: укрепления; Spanish: fortificación; Swedish: befästning, fortifikation; Turkish: tahkimat