κέγχρος: Difference between revisions

m
Text replacement - ">" to ">"
(1ba)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κέγχρος]])<br /><b>1.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[αγρωστώδη]], το [[κεχρί]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[κεχρί]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[κόκκος]]<br /><b>3.</b> [[φλόγωση]] του ματιού<br /><b>4.</b> [[είδος]] φιδιού, [[κεγχρίας]]<br /><b>5.</b> [[είδος]] μικρού διαμαντιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται πιθ. από <i>keņ</i>-<i>xros</i> <span style="color: red;"><</span> <i>khen</i>-<i>khros</i> (με [[ανομοίωση]] τών δασέων <i>kh</i>- &GT; <i>k</i>-) <span style="color: red;"><</span> <i>ghen</i>-<i>ghros</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-<i>s</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>r</i>- σε -<i>n</i>- (το οποίο δηλώνεται ως υπερωικό -<i>ŋ</i>- λόγω του επομένου υπερωικού -<i>x</i>-). Ο ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-<i>s</i> [[είναι]] αναδιπλασιασμένος και εμφανίζει την ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[τρίβω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέσο]] άνω γερμ. <i>gru</i>-<i>z</i> «[[κόκκος]] άμμου ή δημητριακού», λιθουαν. <i>gru</i>-<i>das</i> «[[κόκκος]]», [[καθώς]] και [[χέρμα]], [[χεράς]] «[[χαλίκι]], χοντρή [[άμμος]]», αν και διαφέρει σημασιολογικώς). Σύμφωνα μ' αυτή την ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[κάχρυς]] «καβουρντισμένο [[κριθάρι]]», ο [[οποίος]] σ' αυτή την [[περίπτωση]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ghņ</i>-<i>gru</i>-: [[κάχρυς]] <span style="color: red;"><</span> <i>kha</i>-<i>khru</i>- (με [[ανομοίωση]] τών δασέων) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>ghņ</i>-<i>ghru</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ghen</i>-<i>ghros</i>. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από τον τ. [[κέρχνος]], με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>- και του έρρινου φθόγγου, ο [[οποίος]] προ του υπερωικού -<i>x</i>- εμφανίζεται ως υπερωικό έρρινο <i>ņ</i> (-<i>γ</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεγχρίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεγχραμίς]], [[κεγχρεών]], [[κεγχριαίος]], [[κεγχριδίας]], [[κεγχρίνης]], [[κεγχρίς]], [[κεγχρίτης]], [[κεγχρώδης]], [[κέγχρωμα]], [[κεγχρωτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κέγχρινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κε</i>(<i>γ</i>)<i>χρί</i>(<i>ον</i>). Παρ. [[είναι]] και το [[τοπωνύμιο]] <i>Κεγχρεαί</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κεγχροειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεγχραλέτης]], [[κεγχροβόλοι]], [[κεγχροφόρος]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[κέγχρος]])<br /><b>1.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[αγρωστώδη]], το [[κεχρί]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[κεχρί]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[κόκκος]]<br /><b>3.</b> [[φλόγωση]] του ματιού<br /><b>4.</b> [[είδος]] φιδιού, [[κεγχρίας]]<br /><b>5.</b> [[είδος]] μικρού διαμαντιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται πιθ. από <i>keņ</i>-<i>xros</i> <span style="color: red;"><</span> <i>khen</i>-<i>khros</i> (με [[ανομοίωση]] τών δασέων <i>kh</i>- > <i>k</i>-) <span style="color: red;"><</span> <i>ghen</i>-<i>ghros</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-<i>s</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>r</i>- σε -<i>n</i>- (το οποίο δηλώνεται ως υπερωικό -<i>ŋ</i>- λόγω του επομένου υπερωικού -<i>x</i>-). Ο ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-<i>s</i> [[είναι]] αναδιπλασιασμένος και εμφανίζει την ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[τρίβω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέσο]] άνω γερμ. <i>gru</i>-<i>z</i> «[[κόκκος]] άμμου ή δημητριακού», λιθουαν. <i>gru</i>-<i>das</i> «[[κόκκος]]», [[καθώς]] και [[χέρμα]], [[χεράς]] «[[χαλίκι]], χοντρή [[άμμος]]», αν και διαφέρει σημασιολογικώς). Σύμφωνα μ' αυτή την ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[κάχρυς]] «καβουρντισμένο [[κριθάρι]]», ο [[οποίος]] σ' αυτή την [[περίπτωση]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ghņ</i>-<i>gru</i>-: [[κάχρυς]] <span style="color: red;"><</span> <i>kha</i>-<i>khru</i>- (με [[ανομοίωση]] τών δασέων) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>ghņ</i>-<i>ghru</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ghen</i>-<i>ghros</i>. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από τον τ. [[κέρχνος]], με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>- και του έρρινου φθόγγου, ο [[οποίος]] προ του υπερωικού -<i>x</i>- εμφανίζεται ως υπερωικό έρρινο <i>ņ</i> (-<i>γ</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεγχρίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεγχραμίς]], [[κεγχρεών]], [[κεγχριαίος]], [[κεγχριδίας]], [[κεγχρίνης]], [[κεγχρίς]], [[κεγχρίτης]], [[κεγχρώδης]], [[κέγχρωμα]], [[κεγχρωτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κέγχρινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κε</i>(<i>γ</i>)<i>χρί</i>(<i>ον</i>). Παρ. [[είναι]] και το [[τοπωνύμιο]] <i>Κεγχρεαί</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κεγχροειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεγχραλέτης]], [[κεγχροβόλοι]], [[κεγχροφόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm