κέγχρος
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
English (LSJ)
ὁ (also ἡ, Arist.Ph.250a20, Dieuch. ap. Orib.4.7.15, Glauc. ap.POxy.1802.42, Dsc.2.97, Gal.6.791, Jul.Or.3.112a, Iamb.VP24.106),
A millet, Panicum miliaceum, usually in plural, Hes.Sc.398, Hdt.4.17, Hp.Acut.21, X.An.1.2.22, etc.: sg., Hecat.154 J., Hdt.1.193, Thphr. HP1.11.2, al., OGI55.15 (Telmessus, iii B.C.); of a single grain, Hdt.3.100, Plot.6.3.11, prob. in Sapph.Supp.1.13:—also κέρχνος, Anaxandr.41.27, Gal.18(1).574; cf. κέρχνωμα, κέρχνη.
II anything in small grains:
1 spawn of fish, Hdt.2.93.
2 small beads, Ath.12.525e.
3 speck, sty in the eye, Adam.1.11, al.
III = κεγχρίας II (serpent with millet-like protuberances on the skin), Dsc.Ther.15.
IV small kind of diamond, Plin.HN37.57.
German (Pape)
[Seite 1410] ὁ, bei Sp. auch ἡ, 1) Hirse, panicum italicum, gew. im plur.; Hes. Sc. 398; σπείρουσι καὶ φακοὺς καὶ κέγχρους Her. 4, 17; Folgde. – Hirsekorn, σπέρμα ὅσον κέγχρος τὸ μέγεθος Her. 3, 100. – Übh. alles Körnige od. Gekörnte, von Fischeiern, Her. 2, 93, bei Ath. XII, 525 d von goldener Stickerei eines Kleides. – Hellenistisch nach Moeris u. A. für πασπάλη, zur Bezeichnung des Kleinsten. – 2) eine Schlangenart, = κεγχρίας, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 millet (d'ord. au pl.) ; au sg. millet ou un grain de millet, plante;
2 p. anal. œuf de poisson.
Étymologie: cf. lat. cicer.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέγχρος -ου, ὁ ἡ, gierst (graansoort), meestal plur..
Russian (Dvoretsky)
κέγχρος: ὁ
1 тж. pl. просо Hes., Her. etc.;
2 просяное зерно: σπέρμα ὅσον κ. τὸ μέγεθος Her. семя величиною с просяное зерно;
3 pl. рыбья икра Her.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κέγχρος)
1. γένος φυτών της οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί
2. ο καρπός του φυτού
αρχ.
1. καθετί που μοιάζει με κεχρί
2. μικρός κόκκος
3. φλόγωση του ματιού
4. είδος φιδιού, κεγχρίας
5. είδος μικρού διαμαντιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται πιθ. από keņ-xros < khen-khros (με ανομοίωση τών δασέων kh- > k-) < ghen-ghros < ΙΕ τ. gher-ghro-s, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -r- σε -n- (το οποίο δηλώνεται ως υπερωικό -ŋ- λόγω του επομένου υπερωικού -x-). Ο ΙΕ τ. gher-ghro-s είναι αναδιπλασιασμένος και εμφανίζει την ΙΕ ρίζα gher- «τρίβω» (πρβλ. μέσο άνω γερμ. gru-z «κόκκος άμμου ή δημητριακού», λιθουαν. gru-das «κόκκος», καθώς και χέρμα, χεράς «χαλίκι, χοντρή άμμος», αν και διαφέρει σημασιολογικώς). Σύμφωνα μ' αυτή την ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. κάχρυς «καβουρντισμένο κριθάρι», ο οποίος σ' αυτή την περίπτωση ανάγεται σε ΙΕ τ. ghņ-gru-: κάχρυς < kha-khru- (με ανομοίωση τών δασέων) < ΙΕ τ. ghņ-ghru < ghen-ghros. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από τον τ. κέρχνος, με μετάθεση του -ρ- και του έρρινου φθόγγου, ο οποίος προ του υπερωικού -x- εμφανίζεται ως υπερωικό έρρινο ņ (-γ-).
ΠΑΡ. κεγχρίας
αρχ.
κεγχραμίς, κεγχρεών, κεγχριαίος, κεγχριδίας, κεγχρίνης, κεγχρίς, κεγχρίτης, κεγχρώδης, κέγχρωμα, κεγχρωτός
αρχ.-μσν.
κέγχρινος
νεοελλ.
κε(γ)χρί(ον). Παρ. είναι και το τοπωνύμιο Κεγχρεαί.
ΣΥΝΘ. κεγχροειδής
αρχ.
κεγχραλέτης, κεγχροβόλοι, κεγχροφόρος.
Greek Monotonic
κέγχρος: ὁ, κέχρι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.·
I. λέγεται για το μεμονωμένο σπυρί, σε Ηρόδ.
II. οτιδήποτε σε μικρούς σπόρους, όπως τα αβγά του ψαριού, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κέγχρος: ὁ, εἶδος βοτάνης καὶ σπόρος «κεχρί», «σπερμάτιον μελίνῃ ἐμφερὲς» Ἡσύχ., τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 398, Ἡρόδ. 4. 17, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἡρόδ. 1. 193· ἐπὶ ἑνὸς μόνου κόκκου, 3. 100·- θηλ. παρ’ Ὀρειβασ. 41 Matth.·- τύπος κέρχνος ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν. «Πρωτ.» 1. 27, Γαλην. 12. 395· πρβλ. κέρχνωμα, κέρχνη. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἐσχηματισμένον εἰς μικροὺς κόκκους, οἷον τὰ ᾠὰ ἰχθύος, Ἡρόδ. 2. 93· μικροὶ κόκκοι, Ἀθήν. 525D· μικρά τις φλόγωσις τοῦ ὀφθαλμοῦ, Πολέμων Φυσιογν. 213. ΙΙΙ. = κεγχρίας ΙΙ. ὃ ἴδε.
IV. εἶδος μικροῦ ἀδάμαντος, Πλίν. 37. 15.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (f.), mostly plur.
Meaning: millet, grain of m., metaph. spawn of fish, small ball, speck in the eye etc. (Hes. Sc. 398, Sapph. 5, 13 [?], Hecat., Hdt., Arist.).
Compounds: As 1. member e. g. in κεγχρο-φόρος (Str.). With metathesis or other dissim. (cf. below) κέρχνος (Anaxandr., Gal., H.); also Κερχνεία GN?
Derivatives: 1. κεγχρίς f. = κέγχρος (Hp.), also name of a bird fattened with millet, Lat. miliarius (Ael.; cf. Thompson Birds s. v.) 2. κεγχρίας m. milletlike protuberances (ἕρπης, Gal.) with -ιδίας id. (Dsc.). 3. κεγχρίνης m. snake with millet-like spots (Nic., Lyc.); cf. κέγχρινος below. 4. κεγχρίτης id. (Aët.), -ῖτις ἰσχάς dried fig (AP; Redard Les noms grecs en -της 112). 5. κεγχραμίς f. kernel of a fig (Hp., Arist., Thphr.), after καλαμίς, σησαμίς a. o.; not with Schwyzer 494 foreign suffix; -ιδώδης. 6. κεγχρώματα pl. small vizier-openings on a shield (?) (E. Ph. 1386, cf. Chantraine Formation 186; s. also on κέρχνος). 7. κεγχρεών, -ῶνος m. place where iron is granulated (Docum. ap. D. 37, 26). 8. κεγχρ-ιαῖος of the size of a millet corn (Luc., Dsc.; Chantraine 49). 9. κέγχρινος made of millet (Dsc., Gal.). 10. κεγχρώδης millet-like, of eruptions (Hp.), of plants (Thphr.). 11. κεγχρωτός with corns, drips (pap.). 12. Κεγχρεαί pl. GN.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Mostly with Persson Studien 73 as "pulverized" from reduplicated IE. *gher-ghr-os with old dissimilation r - r > n - r (or r - n) and further connection with χέρ-μα, χερ-άς etc. Here also κάχρυς (p. 124) with further NHG grū-z corn of sand or grain, Lith. grú-das corn etc. - Diff. Niedermann Symb. Rozwadowski 1, 111ff.: for *κέρχνος (with metathesis) < *κερκσνος to OHG hirso millet < *hirhso (?). See on κάχρυς where it is seen as Pre-Greek. But in that case one expects also forms without prenasalization (*κεχρ-ος) which do not occur.
Middle Liddell
κέγχρος, ὁ,
I. millet, Hes., Hdt., etc.; of a single grain, Hdt.
II. anything in small grains, as the spawn of fish, Hdt.
Frisk Etymology German
κέγχρος: {kégkhros}
Grammar: m. (f.), gewöhnlich im Plur.
Meaning: Hirse, Hirsekorn, übertr. Fischrogen, kleine Kugel, Flecken (Hes. Sc. 398, Sapph. 5, 13 [?], Hekat., Hdt., Arist., hell. u. spät).
Composita: Als Vorderglied z. B. in κεγχροφόρος (Str.). Mit Metathese bzw. andersartiger Dissimilation (vgl. unten) κέρχνος (Anaxandr., Gal., H.); dazu Κερχνεία ON?
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: 1. κεγχρίς f. = κέγχρος (Hp.), auch N. eines mit Hirse gemästeten Vogels, lat. miliarius (Ael.; vgl. Thompson Birds s. v.), usw. 2. κεγχρίας m. hirseähnlicher Rotlauf (ἕρπης, Gal.) mit -ιδίας ib. (Dsk.). 3. κεγχρίνης m. Schlange mit hirseartigen Flecken (Nik., Lyk. u. a.); vgl. κέγχρινος unten. 4. κεγχρίτης ib. (Aët.), -ῖτις ἰσχάς getrocknete Feige (AP; Redard Les noms grecs en -της 112). 5. κεγχραμίς f. Feigenkern (Hp., Arist., Thphr.), nach καλαμίς, σησαμίς u. a.; nicht mit Schwyzer 494 fremdes Suffix; davon -ιδώδης. 6. κεγχρώματα pl. ‘kleine Visierlöcher am Schildrande (?)’ (E. Ph. 1386, vgl. Chantraine Formation 186; s. auch zu κέρχνος). 7. κεγχρεών, -ῶνος m. Werkstatt, wo Metall gekörnt wird (Docum. ap. D. 37, 26). 8. κεγχριαῖος von der Größe eines Hirsekorns (Luk., Dsk.; nach den Massadj. auf -ιαῖος, Chantraine 49). 9. κέγχρινος aus Hirse gemacht (Dsk., Gal.). 10. κεγχρώδης hirseähnlich, von Ausschlägen (Hp.), von Pflanzen (Thphr.). 11. κεγχρωτός mit Körnern, Tüpfeln versehen (Pap. u. a.). 12. Κεγχρεαί pl. ON.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Gewöhnlich nach Persson Studien 73 als "Zerriebenes" auf redupliziertes idg. *gher-ghr-os zurückgeführt mit uralter Dissimilation r — r > n — r (bzw. r — n) und weiterer Beziehung zu χέρμα, χεράς u. a. Auch κάχρυς wird von Persson (S. 124) als damit verwandt betrachtet mit nächstem Anschluß an mhd. grū-z Korn von Sand oder Getreide, lit. grú-das Korn usw.; κα- könnte dabei die Schwundstufe von κεγ- repräsentieren (Bq s. κάχρυς), was allerdings die Dissimilation in gemeinidg. Zeit hinaufschieben würde; semantische Bedenken s. κάχρυς. — Anders Niedermann Symb. Rozwadowski 1, 111ff.: für *κέρχνος (durch Metathese) < *κερκσνος zu ahd. hirso Hirse aus *hirhso (?).
Page 1,806-807