λίγος: Difference between revisions

3 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
(23)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ολίγος]], -η, -ο (AM [[ὀλίγος]], -η, -ον, Α και [[ὀλίος]], -η, -ον, Μ και [[λίγος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[μικρός]], περιορισμένος ως [[προς]] την [[ποσότητα]], το [[μέγεθος]], την [[έκταση]] ή την [[ένταση]] (α. «[[λίγος]] [[κόσμος]]» β. «[[λίγα]] χρήματα» γ. «λίγη [[ζέστη]]» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι [[δέκα]] [[νῆες]] ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μικρή χρονική [[διάρκεια]], [[βραχύς]] (α. «σε λίγη ώρα θα φύγω» β. «Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>λίγο</i> και <i>ὀλίγον</i><br />σε μικρή [[ποσότητα]], [[έκταση]] ή [[ένταση]], [[λιγάκι]] (α. «λίγο [[ακόμη]] και θα τον χάναμε» β. «ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «λίγο έλειψε να...» ή «[[παραλίγο]]» ή «ὀλίγου δεῑν» ή «ὀλίγου» ή «παρ' [[ολίγον]]» ή «ἐς ὀλίγον» — [[σχεδόν]] («λίγο έλειψε να πνιγώ»)<br />β) «[[εντός]] ολίγου» ή «σε λίγο» ή «[[μετά]] από λίγο» ή «δι' ὀλίγου» ή «ἐν όλίγῳ» — σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] ή σε μικρή [[απόσταση]]<br />γ) «προ ολίγου» ή «[[πριν]] από λίγο» — [[πριν]] από μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />δ) «επ' [[ολίγον]]» — για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />ε) «με [[λίγα]] [[λόγια]]» ή «εν ολίγοις» ή «δι' ολίγων» — [[σύντομα]], με μικρό αριθμό λέξεων<br />στ) «λίγο λίγο» ή «[[ολίγον]] κατ' [[ολίγον]]» — σε μικρές ποσότητες ή σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[κάθε]] λίγο και [[λιγάκι]]» — ή «[[κάθε]] [[τρεις]] και λίγο» — επανειλημμένα, πολύ [[συχνά]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όπου γυρεύει τα [[πολλά]] χάνει και τα [[λίγα]]» — η [[απληστία]] για [[κέρδος]] γίνεται [[συχνά]] [[πρόξενος]] απώλειας και αυτών τών κερδών που ήδη υπάρχουν<br />β) «όπου πάνε τα [[πολλά]] πάνε και τα [[λίγα]]» — και τα μεγάλα και τα μικρά κέρδη περιέρχονται στους πλουσίους και δεν απομένει [[τίποτε]] για τους φτωχούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὀλίγοι</i><br />οι ολιγαρχικοί<br /><b>2.</b> (το ουδ. δοτ. εν. ως επίρρ.) <i>ὀλίγῳ</i><br />[[λιγάκι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εξ ολίγου» — [[ξαφνικά]], αιφνίδια. Επίρρ. <b>σπαν.</b> [[ὀλίγως]] (Α)<br />[[λιγάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παραμένει αμφίβολη η [[σύνδεση]] της λ. [[ὀλίγος]] με τον τ. [[λοιγός]] «όλεθρος, [[φθορά]]» (το ο<br />του [[ὀλίγος]] θεωρείται προθεματικό), [[καθώς]] και με το λιθουαν. <i>liga</i> «[[ασθένεια]]». Το επίθ. εμφανίζει στα παραθετικά του [[ποικιλία]] τύπων: [[ὀλίζων]] ή [[ὀλείζων]] (ο [[πρώτος]] θεωρείται ως [[αρχικός]], ενώ το -<i>ει</i>- του δεύτερου οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[μείζων]]), <i>ὀλιγώτερος</i> - [[ὀλίγιστος]] (ομαλά) και τα πιο εύχρηστα στην αττ. διάλεκτο [[ἐλάττων]] ή [[μείων]] - [[ἐλάχιστος]]. Ο [[διαλεκτικός]] τ. [[ὀλίος]] &GT; [[ὀλίγος]], με σίγηση του -<i>γ</i>-, κατ' άλλους όμως το ουδ. <i>ὀλίον</i> αναλογικά [[προς]] το [[μεῖον]]. Το νεοελλ., [[τέλος]], [[λίγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] με σίγηση του αρκτικού ο<br />(<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὁμιλῶ</i>: [[μιλώ]], [[ὀμμάτιον]]: [[μάτι]]). Το επίθ. [[λίγος]] σε [[σχέση]] με το [[μικρός]] αναφέρεται [[κυρίως]] στην [[ποσότητα]] ή στη χρονική [[διάρκεια]], ενώ το [[μικρός]] αναφέρεται στο [[μέγεθος]] και χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική [[ευρέως]] με μειωτική σημ. «[[ασήμαντος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιγώνω]], [[ολιγάκις]], (<i>ο</i>)[[λιγοστός]], [[ολιγότητα]](-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ολιγαχού]], <i>ολιγῶ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιγουλάκι]], [[λιγούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>λιγο</i>-).
|mltxt=και [[ολίγος]], -η, -ο (AM [[ὀλίγος]], -η, -ον, Α και [[ὀλίος]], -η, -ον, Μ και [[λίγος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[μικρός]], περιορισμένος ως [[προς]] την [[ποσότητα]], το [[μέγεθος]], την [[έκταση]] ή την [[ένταση]] (α. «[[λίγος]] [[κόσμος]]» β. «[[λίγα]] χρήματα» γ. «λίγη [[ζέστη]]» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι [[δέκα]] [[νῆες]] ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μικρή χρονική [[διάρκεια]], [[βραχύς]] (α. «σε λίγη ώρα θα φύγω» β. «Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>λίγο</i> και <i>ὀλίγον</i><br />σε μικρή [[ποσότητα]], [[έκταση]] ή [[ένταση]], [[λιγάκι]] (α. «λίγο [[ακόμη]] και θα τον χάναμε» β. «ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «λίγο έλειψε να...» ή «[[παραλίγο]]» ή «ὀλίγου δεῑν» ή «ὀλίγου» ή «παρ' [[ολίγον]]» ή «ἐς ὀλίγον» — [[σχεδόν]] («λίγο έλειψε να πνιγώ»)<br />β) «[[εντός]] ολίγου» ή «σε λίγο» ή «[[μετά]] από λίγο» ή «δι' ὀλίγου» ή «ἐν όλίγῳ» — σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] ή σε μικρή [[απόσταση]]<br />γ) «προ ολίγου» ή «[[πριν]] από λίγο» — [[πριν]] από μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />δ) «επ' [[ολίγον]]» — για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />ε) «με [[λίγα]] [[λόγια]]» ή «εν ολίγοις» ή «δι' ολίγων» — [[σύντομα]], με μικρό αριθμό λέξεων<br />στ) «λίγο λίγο» ή «[[ολίγον]] κατ' [[ολίγον]]» — σε μικρές ποσότητες ή σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[κάθε]] λίγο και [[λιγάκι]]» — ή «[[κάθε]] [[τρεις]] και λίγο» — επανειλημμένα, πολύ [[συχνά]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όπου γυρεύει τα [[πολλά]] χάνει και τα [[λίγα]]» — η [[απληστία]] για [[κέρδος]] γίνεται [[συχνά]] [[πρόξενος]] απώλειας και αυτών τών κερδών που ήδη υπάρχουν<br />β) «όπου πάνε τα [[πολλά]] πάνε και τα [[λίγα]]» — και τα μεγάλα και τα μικρά κέρδη περιέρχονται στους πλουσίους και δεν απομένει [[τίποτε]] για τους φτωχούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὀλίγοι</i><br />οι ολιγαρχικοί<br /><b>2.</b> (το ουδ. δοτ. εν. ως επίρρ.) <i>ὀλίγῳ</i><br />[[λιγάκι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εξ ολίγου» — [[ξαφνικά]], αιφνίδια. Επίρρ. <b>σπαν.</b> [[ὀλίγως]] (Α)<br />[[λιγάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παραμένει αμφίβολη η [[σύνδεση]] της λ. [[ὀλίγος]] με τον τ. [[λοιγός]] «όλεθρος, [[φθορά]]» (το ο<br />του [[ὀλίγος]] θεωρείται προθεματικό), [[καθώς]] και με το λιθουαν. <i>liga</i> «[[ασθένεια]]». Το επίθ. εμφανίζει στα παραθετικά του [[ποικιλία]] τύπων: [[ὀλίζων]] ή [[ὀλείζων]] (ο [[πρώτος]] θεωρείται ως [[αρχικός]], ενώ το -<i>ει</i>- του δεύτερου οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[μείζων]]), <i>ὀλιγώτερος</i> - [[ὀλίγιστος]] (ομαλά) και τα πιο εύχρηστα στην αττ. διάλεκτο [[ἐλάττων]] ή [[μείων]] - [[ἐλάχιστος]]. Ο [[διαλεκτικός]] τ. [[ὀλίος]] > [[ὀλίγος]], με σίγηση του -<i>γ</i>-, κατ' άλλους όμως το ουδ. <i>ὀλίον</i> αναλογικά [[προς]] το [[μεῖον]]. Το νεοελλ., [[τέλος]], [[λίγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] με σίγηση του αρκτικού ο<br />(<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὁμιλῶ</i>: [[μιλώ]], [[ὀμμάτιον]]: [[μάτι]]). Το επίθ. [[λίγος]] σε [[σχέση]] με το [[μικρός]] αναφέρεται [[κυρίως]] στην [[ποσότητα]] ή στη χρονική [[διάρκεια]], ενώ το [[μικρός]] αναφέρεται στο [[μέγεθος]] και χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική [[ευρέως]] με μειωτική σημ. «[[ασήμαντος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιγώνω]], [[ολιγάκις]], (<i>ο</i>)[[λιγοστός]], [[ολιγότητα]](-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ολιγαχού]], <i>ολιγῶ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιγουλάκι]], [[λιγούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>λιγο</i>-).
}}
}}