λίγος
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
Greek Monolingual
και ολίγος, -η, -ο (AM ὀλίγος, -η, -ον, Α και ὀλίος, -η, -ον, Μ και λίγος, -η, -ον)
1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν», Θουκ.)
2. αυτός που έχει μικρή χρονική διάρκεια, βραχύς (α. «σε λίγη ώρα θα φύγω» β. «Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον», Πίνδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) λίγο και ὀλίγον
σε μικρή ποσότητα, έκταση ή ένταση, λιγάκι (α. «λίγο ακόμη και θα τον χάναμε» β. «ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. α) «λίγο έλειψε να...» ή «παραλίγο» ή «ὀλίγου δεῖν» ή «ὀλίγου» ή «παρ' ολίγον» ή «ἐς ὀλίγον» — σχεδόν («λίγο έλειψε να πνιγώ»)
β) «εντός ολίγου» ή «σε λίγο» ή «μετά από λίγο» ή «δι' ὀλίγου» ή «ἐν όλίγῳ» — σε μικρό χρονικό διάστημα ή σε μικρή απόσταση
γ) «προ ολίγου» ή «πριν από λίγο» — πριν από μικρό χρονικό διάστημα
δ) «επ' ολίγον» — για μικρό χρονικό διάστημα
ε) «με λίγα λόγια» ή «εν ολίγοις» ή «δι' ολίγων» — σύντομα, με μικρό αριθμό λέξεων
στ) «λίγο λίγο» ή «ολίγον κατ' ολίγον» — σε μικρές ποσότητες ή σε μικρό χρονικό διάστημα, σιγά σιγά
νεοελλ.
1. φρ. «κάθε λίγο και λιγάκι» — ή «κάθε τρεις και λίγο» — επανειλημμένα, πολύ συχνά
2. παροιμ. α) «όπου γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα» — η απληστία για κέρδος γίνεται συχνά πρόξενος απώλειας και αυτών τών κερδών που ήδη υπάρχουν
β) «όπου πάνε τα πολλά πάνε και τα λίγα» — και τα μεγάλα και τα μικρά κέρδη περιέρχονται στους πλουσίους και δεν απομένει τίποτε για τους φτωχούς
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀλίγοι
οι ολιγαρχικοί
2. (το ουδ. δοτ. εν. ως επίρρ.) ὀλίγῳ
λιγάκι
3. φρ. «εξ ολίγου» — ξαφνικά, αιφνίδια. Επίρρ. σπαν. ὀλίγως (Α)
λιγάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παραμένει αμφίβολη η σύνδεση της λ. ὀλίγος με τον τ. λοιγός «όλεθρος, φθορά» (το ο
του ὀλίγος θεωρείται προθεματικό), καθώς και με το λιθουαν. liga «ασθένεια». Το επίθ. εμφανίζει στα παραθετικά του ποικιλία τύπων: ὀλίζων ή ὀλείζων (ο πρώτος θεωρείται ως αρχικός, ενώ το -ει- του δεύτερου οφείλεται σε αναλογία προς το μείζων), ὀλιγώτερος - ὀλίγιστος (ομαλά) και τα πιο εύχρηστα στην αττ. διάλεκτο ἐλάττων ή μείων - ἐλάχιστος. Ο διαλεκτικός τ. ὀλίος > ὀλίγος, με σίγηση του -γ-, κατ' άλλους όμως το ουδ. ὀλίον αναλογικά προς το μεῖον. Το νεοελλ., τέλος, λίγος < ὀλίγος με σίγηση του αρκτικού ο
(πρβλ. ὁμιλῶ: μιλώ, ὀμμάτιον: μάτι). Το επίθ. λίγος σε σχέση με το μικρός αναφέρεται κυρίως στην ποσότητα ή στη χρονική διάρκεια, ενώ το μικρός αναφέρεται στο μέγεθος και χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική ευρέως με μειωτική σημ. «ασήμαντος».
ΠΑΡ. λιγώνω, ολιγάκις, (ο)λιγοστός, ολιγότητα(-ης)
αρχ.
ολιγαχού, ὀλιγόω, ὀλιγῶ
νεοελλ.
λιγουλάκι, λιγούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό βλ. λιγο-).