διαστολέας: Difference between revisions
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(9) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[διαστολεύς]], ο (Α [[διαστολεύς]]) [[διαστέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(χειρουργ.)</b> όργανο που χρησιμοποιείται για τη [[διάνοιξη]] στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας του σώματος, όπως της μήτρας, του στόματος κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> μυς του σώματος που χρησιμεύει για τη [[διεύρυνση]] στομίου ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας («ο [[διαστολεύς]] της κόρης του οφθαλμού»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] για να ανοίγουν το [[στόμα]] τών αλόγων<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] υπαλλήλου στην Αίγυπτο, πιθ. [[ταμίας]] («τῆς διὰ | |mltxt=και [[διαστολεύς]], ο (Α [[διαστολεύς]]) [[διαστέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(χειρουργ.)</b> όργανο που χρησιμοποιείται για τη [[διάνοιξη]] στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας του σώματος, όπως της μήτρας, του στόματος κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> μυς του σώματος που χρησιμεύει για τη [[διεύρυνση]] στομίου ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας («ο [[διαστολεύς]] της κόρης του οφθαλμού»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] για να ανοίγουν το [[στόμα]] τών αλόγων<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] υπαλλήλου στην Αίγυπτο, πιθ. [[ταμίας]] («τῆς διὰ τοῦ διαστολέως ἐγγεγραμμένης», [[πάπυρος]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
και διαστολεύς, ο (Α διαστολεύς) διαστέλλω
νεοελλ.
1. (χειρουργ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας του σώματος, όπως της μήτρας, του στόματος κ.λπ.
2. ιατρ. μυς του σώματος που χρησιμεύει για τη διεύρυνση στομίου ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας («ο διαστολεύς της κόρης του οφθαλμού»)
αρχ.
1. εργαλείο για να ανοίγουν το στόμα τών αλόγων
2. τίτλος υπαλλήλου στην Αίγυπτο, πιθ. ταμίας («τῆς διὰ τοῦ διαστολέως ἐγγεγραμμένης», πάπυρος).