διεύρυνση

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source

Greek Monolingual

η
άνοιγμα, πλάτεμα, επέκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διευρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].