Μεγάβυζος: Difference between revisions

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
(3)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Μεγάβυζος]] και [[Μεγάβυξος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> περσικό κύριο όνομα («τοῡ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων (<i>Bagabukhša</i> «ο από θεού ελευθερωθείς»)].
|mltxt=[[Μεγάβυζος]] και [[Μεγάβυξος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> περσικό κύριο όνομα («τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων (<i>Bagabukhša</i> «ο από θεού ελευθερωθείς»)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Μεγάβυζος:''' ὁ Мегабиз<br /><b class="num">1)</b> персидский наместник в Аравии Xen.;<br /><b class="num">2)</b> неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.
|elrutext='''Μεγάβυζος:''' ὁ Мегабиз<br /><b class="num">1)</b> персидский наместник в Аравии Xen.;<br /><b class="num">2)</b> неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.
}}
}}

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

Μεγάβυζος και Μεγάβυξος, ὁ (Α)
1. περσικό κύριο όνομα («τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», Ηρόδ.)
2. τίτλος στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε τίτλος στρατηγών και ιερέων (Bagabukhša «ο από θεού ελευθερωθείς»)].

Russian (Dvoretsky)

Μεγάβυζος: ὁ Мегабиз
1) персидский наместник в Аравии Xen.;
2) неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.