ολίγωρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
(28) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀλίγωρος]], -ον)<br />αυτός που δείχνει [[αδιαφορία]], αυτός που δεν φροντίζει [[κάτι]] όσο [[πρέπει]], [[αμελής]] («οὐδεὶς [[οὔτε]] [[γέρων]] [[οὔτε]] [[ὀλίγωρος]] [[οὕτως]] ἐστίν, [[ὅστις]] οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί, [[περιφρονητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολιγώρως]] (Α ὀλιγώρως)<br />αμελώς, απρόσεκτα («τάς τε πόλεις ὀλιγώρως διακειμένας πρὸς τὰς εἰς | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀλίγωρος]], -ον)<br />αυτός που δείχνει [[αδιαφορία]], αυτός που δεν φροντίζει [[κάτι]] όσο [[πρέπει]], [[αμελής]] («οὐδεὶς [[οὔτε]] [[γέρων]] [[οὔτε]] [[ὀλίγωρος]] [[οὕτως]] ἐστίν, [[ὅστις]] οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί, [[περιφρονητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολιγώρως]] (Α ὀλιγώρως)<br />αμελώς, απρόσεκτα («τάς τε πόλεις ὀλιγώρως διακειμένας πρὸς τὰς εἰς τοῦτο τὸ [[μέρος]] εἰσφοράς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὀλιγώρως [[λαμβάνω]]» — αντιμετωλπίζω [[κάτι]] απερίσκεπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>ὀλιγ</i>((<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤρα</i> «[[φροντίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ουδενόσ</i>-<i>ωρος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 15 February 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀλίγωρος, -ον)
αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί, περιφρονητικός.
επίρρ...
ολιγώρως (Α ὀλιγώρως)
αμελώς, απρόσεκτα («τάς τε πόλεις ὀλιγώρως διακειμένας πρὸς τὰς εἰς τοῦτο τὸ μέρος εἰσφοράς», Πολ.)
αρχ.
φρ. «ὀλιγώρως λαμβάνω» — αντιμετωλπίζω κάτι απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωρος (< ὤρα «φροντίδα»), πρβλ. ουδενόσ-ωρος].