τέλλομαι: Difference between revisions

2b
(41)
 
(2b)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αρχίζω]] να [[υπάρχω]], εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ.<br />β. «[[τόθι]] γὰρ [[γένος]] Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. <i>τελλομένου ἔτεος</i> και στο σύνθ. <i>περιτελλομένων ἐνιαυτῶν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[περιτέλλομαι]]), έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[γυρίζω]], περιφέρομαι», με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>jω</i> και συνδέεται με το συνώνυμο του [[πέλω]], -<i>ομαι</i> (για τη σημ. του ρ. <b>βλ. λ.</b> [[πέλω]])].
|mltxt=Α<br />[[αρχίζω]] να [[υπάρχω]], εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ.<br />β. «[[τόθι]] γὰρ [[γένος]] Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. <i>τελλομένου ἔτεος</i> και στο σύνθ. <i>περιτελλομένων ἐνιαυτῶν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[περιτέλλομαι]]), έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[γυρίζω]], περιφέρομαι», με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>jω</i> και συνδέεται με το συνώνυμο του [[πέλω]], -<i>ομαι</i> (για τη σημ. του ρ. <b>βλ. λ.</b> [[πέλω]])].
}}
{{FriskDe
|ftr='''τέλλομαι''': 1.<br />{téllomai}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': m. περι- [[sich im Kreise drehen]] in absoluten Partizipialkonstruktionen, περιτελλομένων ἐνιαυτῶν [[im Kreislauf der Jahre]], -ένου ἔτεος, -έναις ὥραις (ep. poet.); in finiten Formen von Gestirnen mit Anlehnung an 2. [[τέλλω]], -ομαι in [[ἀνατέλλω]] u.a. (Alk., Arat.), auch Akt. περιτέλλῃ (von der Sonne, Arat.). — Danach als Simplex in τελλομένου ἔτεος (A. R.). Auch finite Formen im Sinn von [[wandeln]], [[entstehen]], [[werden]], so ἐς [[χάριν]] τέλλεται (Pi.); dabei fiießt das Wort mit (ἀνα-) [[τέλλω]], -ομαι [[aufsprießen]] zusammen: [[γένος]] ... φυτευθὲν ... τέλλετο (Pi.); s. 2. [[τέλλω]].<br />'''Etymology''' : Aus dem entsprechenden Ausdruck περιπλομένων ἐνιαυτῶν (Hom., Hes.) mit Aor. Ptz. ergibt sich, daß τέλλομαι als ein ion. Jotpräsens neben dem äol. Wz.präsens in [[πέλομαι]] (s. d.) zu erklären ist, idg. ''qʷel''-''i̯''-. Weiteres s. [[τέλομαι]]. Vgl. 3. [[τέλλω]].<br />'''Page''' 2,869
}}
}}