τέλλομαι

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

Α
αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ.
β. «τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. τελλομένου ἔτεος και στο σύνθ. περιτελλομένων ἐνιαυτῶν (βλ. λ. περιτέλλομαι), έχει σχηματιστεί από τη ρίζα kwel- «γυρίζω, περιφέρομαι», με ενεστωτικό επίθημα - και συνδέεται με το συνώνυμο του πέλω, -ομαι (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. πέλω)].

Frisk Etymology German

τέλλομαι: 1.
{téllomai}
Grammar: v.
Meaning: m. περι- sich im Kreise drehen in absoluten Partizipialkonstruktionen, περιτελλομένων ἐνιαυτῶν im Kreislauf der Jahre, -ένου ἔτεος, -έναις ὥραις (ep. poet.); in finiten Formen von Gestirnen mit Anlehnung an 2. τέλλω, -ομαι in ἀνατέλλω u.a. (Alk., Arat.), auch Akt. περιτέλλῃ (von der Sonne, Arat.). — Danach als Simplex in τελλομένου ἔτεος (A. R.). Auch finite Formen im Sinn von wandeln, entstehen, werden, so ἐς χάριν τέλλεται (Pi.); dabei fiießt das Wort mit (ἀνα-) τέλλω, -ομαι aufsprießen zusammen: γένος ... φυτευθὲν ... τέλλετο (Pi.); s. 2. τέλλω.
Etymology : Aus dem entsprechenden Ausdruck περιπλομένων ἐνιαυτῶν (Hom., Hes.) mit Aor. Ptz. ergibt sich, daß τέλλομαι als ein ion. Jotpräsens neben dem äol. Wz.präsens in πέλομαι (s. d.) zu erklären ist, idg. qʷel--. Weiteres s. τέλομαι. Vgl. 3. τέλλω.
Page 2,869