подскакивать: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(No difference)
|
Revision as of 23:00, 13 October 2019
Russian > Greek
φριμάσσομαι, φριμάττομαι, ἐξάλλομαι, ἀναθρῴσκω, ἀνθρῴσκω, ἐπαναρριπτέω, σπυρθίζω, προσαΐσσω, προσᾴσσω, προσάλλομαι, προσανάλλομαι, ἀφάλλομαι