προσαΐσσω
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
Att. προσᾴσσω, spring or rush to, Od.22.337,342,365; ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε = a cloud came over my eyes, A.Pr.145 (lyr.); in Prose, of flames, Aen.Tact.34.2; also of persons, τινι Chio Ep.13.1.
German (Pape)
[Seite 748] hinzu-, heranspringen, -eilen; Od. 22, 337. 342. 365; φοβερὰ δ' ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλη προσῇξε, Aesch. Prom. 145, viel Nebel lagerte sich über meine Augen.
French (Bailly abrégé)
f. προσαΐξω, ao. προσῇξα, etc.
s'élancer vers, se jeter sur.
Étymologie: πρός, ἀΐσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ᾱΐσσω en προσ-ᾴσσω afspringen op, bespringen:. ἐμοῖσιν ὄσσοις ὀμίχλη προσῄξε πλήρης δακρύων een floers vol tranen bespringt mijn ogen Aeschl. PV 145.
Russian (Dvoretsky)
προσᾱΐσσω: атт. προσᾴσσω (fut. προσαΐξω, aor. προσῇξα) подскакивать, бросаться: Τηλέμαχον προσαΐξας λάβε γούνων Hom. подбежав к Телемаху, (Медонт) обхватил его колени; ὄσσοις ὀμίχλη προσῇξε Aesch. туман (внезапно) застлал глаза.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾱΐσσω: Ἀττικ. -ᾴσσω, μέλλ. -ξω, πηδῶ ἢ ὁρμῶ πρός τι, Ὀδ. Χ. 337, 342, 365˙ ὁμίχλη πρ. ὄσσοις, ὁμίχλη ἐπέρχεται εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου, Αἰσχύλ. Πρ. 145.
Greek Monolingual
και αττ. τ. προσᾴσσω Α
1. αναπηδώ, τινάζομαι ή τρέχω με ορμή προς κάποιον
2. φρ. «φοβερὰ δ' ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε» — πολλή ομίχλη έπεσε στα μάτια μου (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀΐσσω «ορμώ, εκσφενδονίζομαι»].
Greek Monotonic
προσᾱΐσσω: Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω, πηδώ, ορμώ σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ὁμίχλη προσαΐσσει ὄσσοις, ένα σύννεφο έρχεται πάνω στα μάτια μου, σε Αισχύλ.