сколачивать: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[διαπήγνυμι]], [[καθηλόω]], [[προσηλόω]], [[ἁρμόζω]], [[ἁρμόττω]], [[ἁρμόσδω]], [[σκηνάω]], [[σκηνέω]], [[σκηνόω]], [[συμπήγνυμι]], [[κολλομελέω]], [[συγκαταγομφόω]] | |rueltext=[[ἀράσσω]], [[πήγνυμι]], [[διαπήγνυμι]], [[καθηλόω]], [[προσηλόω]], [[ἁρμόζω]], [[ἁρμόττω]], [[ἁρμόσδω]], [[σκηνάω]], [[σκηνέω]], [[σκηνόω]], [[συμπήγνυμι]], [[κολλομελέω]], [[συγκαταγομφόω]], [[συναρμόζω]], [[ζεύγνυμι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀράσσω, πήγνυμι, διαπήγνυμι, καθηλόω, προσηλόω, ἁρμόζω, ἁρμόττω, ἁρμόσδω, σκηνάω, σκηνέω, σκηνόω, συμπήγνυμι, κολλομελέω, συγκαταγομφόω, συναρμόζω, ζεύγνυμι