σκηνέω

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνέω Medium diacritics: σκηνέω Low diacritics: σκηνέω Capitals: ΣΚΗΝΕΩ
Transliteration A: skēnéō Transliteration B: skēneō Transliteration C: skineo Beta Code: skhne/w

English (LSJ)

Dor. σκανέω (q.v.), to be or dwell in a tent, encamp, also generally, to be quartered or billeted, οἰκίαι.. ἐν αἷς αὐτοὶ ἐσκήνησαν (v.l. -ωσαν, -ουν) Th.1.89; ἐν τῇ οἰκίᾳ -οῦντι PSI4.340.13 (iii B.C.); αἱ κῶμαι ἐν αἷς ἐσκήνουν X.An. 1.4.9; κατὰ ναῦν ἔμελλον οἱ ναῦται -ήσειν Id.HG5.1.20; ἐσκήνησαν εἰς κώμας went to villages and quartered themselves there, Id.An.7.7.1; πρὸς τῷ ὄρει -οῦντος Id.HG4.6.7; ἐν τῷ ὄρει, ἔνθαπερ ἐσκήνουν Id.An.4.8.25; ἐσκήνουν ἐν τῷ αἰγιαλῷ ib.6.4.7, etc.; οἴκοι -οῦντας, ἔξω -οῖεν, have one's meals at home, abroad, Id.Lac.5.2, 15.4: hence, banquet, κατελάμβανον κἀκείνους -οῦντας ἐστεφανωμένους κτλ. Id.An. 4.5.33.—For the Med. forms, v. σκηνάω (σκηνᾶσθαι is certainly found in Pl., and the other Med. forms may belong to it; cf. σκηνόω 1.2).

German (Pape)

[Seite 895] in einem Zelte, einer Hütte sein, wohnen, essen od. schlafen; gew. im med.; ἐσκηνημένοι, Ar. Ach. 69; in Prosa: ἱερά, ἐν οἷς ἐσκήνηντο, Thuc. 2, 52 (aber σκηνησάμενος καλύβην 1, 133 = σκηνωσάμενος, nachdem er sich eine Hütte gemacht hatte); σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ, Plat. Legg. IX, 866 d; lagern, Xen. An. 4, 8, 25 u. öfter; auch ἐσκήνησαν εἰς κώμας, 7, 2, 1; Cyr. 8, 3, 34; sich aufhalten, ἐν οἰκίαις, An. 5, 5, 20; auch = schmausen, An. 4, 5, 33, vgl. 5, 3, 9. – Die Formen σκηνοῦντες, σκηνοῦσι u. ἐσκήνουν können auch zu σκηνόω, alle andern zu σκηνάω gehören; eine nothwendig auf σκηνέω zurückzuführende Form scheint nicht vorzukommen.

French (Bailly abrégé)

σκηνῶ :
1 être sous la tente, camper sous la tente;
2 p. ext. prendre ses quartiers ; en gén. résider ou vivre qqe part;
3 réunir sous la tente pour un repas, banqueter;
Moy. σκηνέομαι, σκηνοῦμαι dresser sa tente, avec un acc. : καλύβην THC se construire une hutte.
Étymologie: σκηνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνέω ook σκηνάω [σκηνή] in een tent verblijven, gelegerd zijn; ook med.:; τὰ ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήναντο de heiligdommen waarin zij hun intrek hadden genomen Thuc. 2.52.3; overdr.: οὕτω πόρρω που ἐσκήνηται τοῦ θανάσιμος εἶναι zo ver staat het (onrecht plegen) ervan af een dodelijk effect te hebben Plat. Resp. 610e. uitbr. (‘in een tent eten’) dineren, een diner houden:. παρεῖχε δὲ ἡ θεὸς τοῖς σκηνοῦσιν ἄλφιτα de godin verschafte de deelnemers aan het diner gerst Xen. An. 5.3.9.

Greek Monotonic

σκηνέω: μέλ. -ήσω (σκηνή), βρίσκομαι εντός ή κατοικώ σε σκηνή, κατασκηνώνω, σε Ξεν.· γενικά, έχω καταλύσει ή είμαι εγκατεστημένος, σταθμεύω, ἐν οἰκίαις, σε Θουκ.· ἐν κώμαις, κατὰ κώμας, σε Θουκ.· σκηνέω εἰς τὰς κώμας, πηγαίνω στα χωριά και εγκαθίσταμαι εκεί, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνέω: μέλ. -ήσω, (σκηνὴ) εἶμαι ἢ κατοικῶ ἐν σκηνῇ, εἶμαι ἐστρατοπεδευμένος, συχν. παρὰ Ξεν., ἴδε σκηνάω· καθόλου, καταλύω, ἔχω κατάλυμα, ἐπὶ στρατιωτῶν, ἐν οἰκίαις Θουκ. 1. 89· ἐν κώμαις, κατὰ τὰς κώμας Ξεν. Ἀν. 1. 4. 9., 4. 5, 23· κατὰ ναῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 1, 20· σκ. εἰς τὰς κώμας, ἀπερχόμεθα εἰς τὰ χωρία καὶ ἐκεῖ καταλύομεν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 7, 1· πρὸς τῷ ὄρει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 6, 7· ἐν τῷ ὄρει, ἐν τῷ αἰγιαλῷ πρὸς τῇ θαλάττῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 4. 8, 25., 6. 4, 7, κτλ.· οἴκοι, ἔξω σκ., διατρίβω, λαμβάνω τροφὴν ἐν τῷ οἴκῳ μου, ἔξω, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 5, 2., 15, 4· ἐντεῦθεν, συμποσιάζω, εὐωχοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 4. 5, 33., 5. 3, 9, κτλ. - Ὁ μέλλ., ὁ ἀόρ., καὶ ὁ πρκμ. τοῦ παθ. δύνανται νὰ ἀνήκωσιν εἴτε εἰς τὸ σκηνέω, εἴτε εἰς τὸ -άω· ἔχομεν δὲ περιορίσῃ τὴν εἴδει ἀποθετικοῦ χρῆσιν τῶν παθ. τούτων χρόνων εἰς τὸ σκηνάω, διότι μετὰ βεβαιότητος εὕρηται τὸ σκηνᾶσθαι παρὰ Πλάτ., καὶ οἱ λοιποὶ ἀποθετικοὶ τύποι δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς αὐτό· πρβλ. σκηνόω Ι. 2. - Ἡ κυρία διαφορὰ μεταξὺ τοῦ σκηνέω (ἢ -άω) καὶ τοῦ σκηνόω εἶναι ὅτι τὸ πρῶτον σημαίνει εἶμαι ἐν σκηναῖς, εἶμαι ἐστρατοπεδευμένος· τὸ δὲ δεύτερον: στήνω σκηνάς, στρατοπεδεύομαι, ἂν καὶ ἡ διάκρισις αὕτη δὲν τηρεῖται μετ’ ἀκριβείας, ἴδε Εὐστ. 70 κἑξ., Poppo Indices εἰς Ξεν. Ἀνάβ. καὶ Κύρ.

Middle Liddell

σκηνέω, fut. -ήσω σκηνή
to be or dwell in a tent, to be encamped, Xen.: generally, to be quartered or billeted, ἐν οἰκίαις Thuc.; ἐν κώμαις, κατὰ τὰς κώμας Xen.; σκ. εἰς τὰς κώμας to go to the villages and quarter themselves there, Xen.

Lexicon Thucydideum

in tabernaculo habitare, to dwell in a tent, 1.89.3,
MED. tabernaculum sibi facere, to pitch one's tent, 1.133.1, 2.52.3.