θέλκτρον: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(1ab) |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θέλκτρον]], ου, τό, = [[θελκτήριον]], Soph.] | |mdlsjtxt=[[θέλκτρον]], ου, τό, = [[θελκτήριον]], Soph.] | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[charm]], [[enchantment]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 4 July 2020
English (LSJ)
τό,= θελκτήριον, S.Tr.585, prob. in A.R.1.515 (nisi leg. θελκτύν).
German (Pape)
[Seite 1193] τό, = θελκτήριον, καὶ φίλτρα Soph. Tr. 585.
Greek (Liddell-Scott)
θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, Σοφ. Τρ. 585· ἐν Λουκ. Θεῶν Διαλ. 4. 5, θέλγητρον ἐπηνωρθώθη ἐκ χειρογρ., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. θελκτήριον.
Étymologie: θέλγω.
Greek Monolingual
θέλκτρον, το (Α) θέλγω
θελκτήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω + κατάλ. -τρον, πρβλ. μάκ-τρον, πλήκ-τρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)].
Greek Monotonic
θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θέλκτρον: τό Soph. = θελκτήριον.
Middle Liddell
θέλκτρον, ου, τό, = θελκτήριον, Soph.]