θέλκτρον

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλκτρον Medium diacritics: θέλκτρον Low diacritics: θέλκτρον Capitals: ΘΕΛΚΤΡΟΝ
Transliteration A: thélktron Transliteration B: thelktron Transliteration C: thelktron Beta Code: qe/lktron

English (LSJ)

τό, = θελκτήριον, S.Tr.585, prob. in A.R.1.515 (nisi leg. θελκτύν).

German (Pape)

[Seite 1193] τό, = θελκτήριον, καὶ φίλτρα Soph. Tr. 585.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. θελκτήριον.
Étymologie: θέλγω.

Russian (Dvoretsky)

θέλκτρον: τό Soph. = θελκτήριον.

Greek (Liddell-Scott)

θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, Σοφ. Τρ. 585· ἐν Λουκ. Θεῶν Διαλ. 4. 5, θέλγητρον ἐπηνωρθώθη ἐκ χειρογρ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θέλκτρον, το (Α) θέλγω
θελκτήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω + κατάλ. -τρον, πρβλ. μάκτρον, πλήκτρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)].

Greek Monotonic

θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, σε Σοφ.

Middle Liddell

θέλκτρον, ου, τό, = θελκτήριον, Soph.]

English (Woodhouse)

charm, enchantment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)