3,276,932
edits
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραποδίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· - [[κυρίως]], ὡς τὸ Λατ. impedio, [[περιπλέκω]] τοὺς πόδας· [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[παρεμποδίζω]], [[κωλύω]], «ἐμποδὼν [[γίνομαι]]» κατὰ Σουΐδ., Πολύβ. 2. 28, 8, πρβλ. 16. 4, 10· - Παθητ., περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι, παγιδεύομαι, ἐξαπατῶμαι, προσέχοντες τὸν νοῦν μή πῃ παραποδισθῶμεν Πλάτ. Νόμ. 652Β (πρβλ. | |lstext='''παραποδίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· - [[κυρίως]], ὡς τὸ Λατ. impedio, [[περιπλέκω]] τοὺς πόδας· [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[παρεμποδίζω]], [[κωλύω]], «ἐμποδὼν [[γίνομαι]]» κατὰ Σουΐδ., Πολύβ. 2. 28, 8, πρβλ. 16. 4, 10· - Παθητ., περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι, παγιδεύομαι, ἐξαπατῶμαι, προσέχοντες τὸν νοῦν μή πῃ παραποδισθῶμεν Πλάτ. Νόμ. 652Β (πρβλ. Πολυδ. Β΄, 194), Ἐπιστ. 330Β· π. εἴς ἢ [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 171, 193· παραποδίζεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας Κλήμ. Ἀλ. 172· τὴν ῥύμην τοῦ δρόμου Ἡλιόδ. 10. 30. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |