παραποδίζω

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραποδίζω Medium diacritics: παραποδίζω Low diacritics: παραποδίζω Capitals: ΠΑΡΑΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: parapodízō Transliteration B: parapodizō Transliteration C: parapodizo Beta Code: parapodi/zw

English (LSJ)

entangle the feet, fetter, tether: hence, generally, hinder, impede, Plb.2.28.8, 18.31.6:—Pass., παραποδίζομαι to be entangled, be hampered, Pl.Lg.652b, Ep.330b, Plb.16.4.10, Gal.9.575; τῶν αἰσθήσεων παραπεποδισμένων Metrod.Herc.831.5; π. εἴς or πρός τι, S.E.M.1.171, 193; τὴν ῥύμην τοῖ δρόμου Hld.10.30.

German (Pape)

[Seite 495] die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; φοβούμενος, μή πη παραποδισθείη, Plat. Ep. VII, 330 b; μὴ παραποδισθῶμεν, Legg. II, 652 b, täuschen, wie Poll. erkl. παρατραπῶμεν, ἐξαπατηθῶμεν; Pol. παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν, 2, 28, 8; παραποδίζεσθαι πρὸς τὰς χρείας, S. Emp. adv. gramm. 193.

French (Bailly abrégé)

entraver, empêcher ; Pass. être gêné pour qch, détourné de qch, τινος, πρός τι, εἴς τι.
Étymologie: παρά, ποδίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ποδίζω hinderen.

Russian (Dvoretsky)

παραποδίζω: связывать по (рукам и) ногам, т. е. препятствовать, мешать (τῶν ὅπλων χρείαν Polyb.): παραποδίζεσθαι εἴς или πρός τι Sext. ощущать помеху в чем-л.; μὴ παραποδισθῶμεν Plat. чтобы нам не оказаться в безвыходном положении.

Greek Monolingual

Α
1. περιπλέκω τα πόδια
2. παρεμποδίζω, δεσμεύω
3. παθ. παραποδίζομαι
πέφτω σε πλάνη, εξαπατώμαι («φοβούμενος τοὺς τῶν διαβαλλόντων λόγους, μή πη παραποδισθείη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ποδίζω «δένω τα πόδια»].

Greek Monotonic

παραποδίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μπερδεύω τα πόδια, γενικά, παρεμποδίζω, παρακωλύω, σε Πολύβ. — Παθ., εξαπατώμαι, παγιδεύομαι, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παραποδίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· - κυρίως, ὡς τὸ Λατ. impedio, περιπλέκω τοὺς πόδας· ὅθεν καθόλου, παρεμποδίζω, κωλύω, «ἐμποδὼν γίνομαι» κατὰ Σουΐδ., Πολύβ. 2. 28, 8, πρβλ. 16. 4, 10· - Παθητ., περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι, παγιδεύομαι, ἐξαπατῶμαι, προσέχοντες τὸν νοῦν μή πῃ παραποδισθῶμεν Πλάτ. Νόμ. 652Β (πρβλ. Πολυδ. Β΄, 194), Ἐπιστ. 330Β· π. εἴς ἢ πρός τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 171, 193· παραποδίζεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας Κλήμ. Ἀλ. 172· τὴν ῥύμην τοῦ δρόμου Ἡλιόδ. 10. 30.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to entangle the feet; generally, to impede, Polyb.:—Pass. to be ensnared, Plat.