Κροτωνιάτης: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(22)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. -ισσα (Α [[Κροτωνιάτης]])<br />αυτός που κατάγεται από την [[πόλη]] Κρότων ή ο [[κάτοικος]] αυτής της πόλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τοπων. <i>Κρότων</i>].
|mltxt=ο, θηλ. -ισσα (Α [[Κροτωνιάτης]])<br />αυτός που κατάγεται από την [[πόλη]] Κρότων ή ο [[κάτοικος]] αυτής της πόλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τοπων. <i>Κρότων</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:35, 29 December 2020

Greek (Liddell-Scott)

Κροτωνιάτης: ὁ, κάτοικος τῆς Κρότωνος (τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος), Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 9, κτλ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ισσα (Α Κροτωνιάτης)
αυτός που κατάγεται από την πόλη Κρότων ή ο κάτοικος αυτής της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπων. Κρότων].