Ναϊάδα: Difference between revisions
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(26) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[Ναϊάς]], ιων. τ. [[Νηϊάς]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι Ναϊάδες</i><br />(<b>ελλ. μυθ.</b>) νύμφες τών γλυκών νερών, πηγών, ποταμών, λιμνών κ.λπ., σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις Νηρηίδες, που ήταν νύμφες τών θαλασσών.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[Ναϊάς]], ιων. τ. [[Νηϊάς]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι Ναϊάδες</i><br />(<b>ελλ. μυθ.</b>) νύμφες τών γλυκών νερών, πηγών, ποταμών, λιμνών κ.λπ., σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις Νηρηίδες, που ήταν νύμφες τών θαλασσών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. προέρχεται από το θ. <i>νᾱ</i>-του ρ. <i>νάω</i> «ρέω» με μακρό -<i>ᾱ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Ελικων</i>-<i>ιάς</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουσ. <i>v</i><i>ā</i><i>F</i><i>ā</i> «[[κρήνη]], [[πηγή]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α Ναϊάς, ιων. τ. Νηϊάς)
συν. στον πληθ. οι Ναϊάδες
(ελλ. μυθ.) νύμφες τών γλυκών νερών, πηγών, ποταμών, λιμνών κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τις Νηρηίδες, που ήταν νύμφες τών θαλασσών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προέρχεται από το θ. νᾱ-του ρ. νάω «ρέω» με μακρό -ᾱ- + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Ελικων-ιάς). Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουσ. vāFā «κρήνη, πηγή»].