άλλη

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ἄλλῃ επίρρ. (Α)
1. ως επίρρ. τόπου δηλώνει: α) στάση
σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος, αλλού
στη φρ. «ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ» σημαίνει «εδώ κι εκεί»
β) προς τόπο κίνηση
προς άλλο τόπο, αλλού
ΙΙ. ως επίρρ. τρόπου
με άλλο τρόπο, αλλιώς, διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίθ. ἄλλος
δοτικοφανές επίρρημα].