άινος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄινος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄινος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἶς</i>, <i>ἰνὸς</i> «ίνα»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄινος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ἶς, ἰνὸς «ίνα»].