άμελος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[επιμέλεια]], που δείχνει [[αδιαφορία]], αφροντισιά, [[ανέμελος]], [[φυγόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμελώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμελιά]]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[επιμέλεια]], που δείχνει [[αδιαφορία]], αφροντισιά, [[ανέμελος]], [[φυγόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμελώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμελιά]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει επιμέλεια, που δείχνει αδιαφορία, αφροντισιά, ανέμελος, φυγόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμελώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμελιά].