τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
-η, -ο κ. ανάμελος, -η, -ο1. εκείνος που δεν εχει κανένα μέλημα, ξέγνοιαστος, αμέριμνος2. αμελής, αδιάφορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανε- στερ.. + μέλω «φροντίζω»].