άγχαυρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄγχαυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στο [[πρωί]], [[προς]] το [[τέλος]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[αὔριον]].
|mltxt=[[ἄγχαυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στο [[πρωί]], [[προς]] το [[τέλος]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[αὔριον]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄγχαυρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κοντά στο πρωί, προς το τέλος της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + αὔριον.