Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
ἄγχαυρος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται κοντά στο πρωί, προς το τέλος της νύχτας.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + αὔριον.