άγχαυρος

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

ἄγχαυρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κοντά στο πρωί, προς το τέλος της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + αὔριον.