άργυφος: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄργυφος]], -ον (Α)<br />(επίθ. των προβάτων) [[αργύφεος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄργυφος]], -ον (Α)<br />(επίθ. των προβάτων) [[αργύφεος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αργυ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[άργυρος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φος</i>, [[επίθημα]] που χρησιμοποιείται σε ονόματα χρωμάτων ή ζώων]. | ||
}} | }} |