έγγυος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(10)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγγυος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> εγγυημένος, εξασφαλισμένος<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἔγγυος]]<br />ο [[εγγυητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[έγγυος]] ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ' [[απόσπαση]] από μεταγενέστερα [[σύνθετα]], [[εκτός]] αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. [[έγγυος]] «[[εγγυητής]]») μεταρρηματικό παράγωγο του <i>εγγυώ</i> (<b>βλ.</b> [[εγγυώμαι]])].
|mltxt=[[ἔγγυος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> εγγυημένος, εξασφαλισμένος<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἔγγυος]]<br />ο [[εγγυητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το [[έγγυος]] ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ' [[απόσπαση]] από μεταγενέστερα [[σύνθετα]], [[εκτός]] αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. [[έγγυος]] «[[εγγυητής]]») μεταρρηματικό παράγωγο του <i>εγγυώ</i> (<b>βλ.</b> [[εγγυώμαι]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἔγγυος, -ον (Α)
1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος
2. ασφαλής
3. το αρσ. ως ουσ.ἔγγυος
ο εγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ' απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος «εγγυητής») μεταρρηματικό παράγωγο του εγγυώ (βλ. εγγυώμαι)].