έγγυος
From LSJ
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
Greek Monolingual
ἔγγυος, -ον (Α)
1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος
2. ασφαλής
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγγυος
ο εγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ' απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος «εγγυητής») μεταρρηματικό παράγωγο του εγγυώ (βλ. εγγυώμαι)].