έρκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(14)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕρκτωρ]], ὁ (Α)<br />αυτός που πράττει [[κάτι]] («ἕρκτορες κακών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>ῥέκτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]], [[κατορθώνω]]») με [[μετάθεση]] τών <i>ρ</i> και <i>ε</i>].
|mltxt=[[ἕρκτωρ]], ὁ (Α)<br />αυτός που πράττει [[κάτι]] («ἕρκτορες κακών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>ῥέκτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]], [[κατορθώνω]]») με [[μετάθεση]] τών <i>ρ</i> και <i>ε</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἕρκτωρ, ὁ (Α)
αυτός που πράττει κάτι («ἕρκτορες κακών»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμάρτυρο ῥέκτωρ (< ῥέζω «πράττω, κατορθώνω») με μετάθεση τών ρ και ε].