ένεροι: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(12)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνεροι]], οι (Α)<br />αυτοί που βρίσκονται [[μέσα]] στη γη, υποχθόνιοι, νεκροί («[[Ἀΐδης]] ἐνέροισιν ἀνάσσων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ένερθε]]].
|mltxt=[[ἔνεροι]], οι (Α)<br />αυτοί που βρίσκονται [[μέσα]] στη γη, υποχθόνιοι, νεκροί («[[Ἀΐδης]] ἐνέροισιν ἀνάσσων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. λ. [[ένερθε]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἔνεροι, οι (Α)
αυτοί που βρίσκονται μέσα στη γη, υποχθόνιοι, νεκροί («Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. ένερθε].