μέσα
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek Monolingual
(I)
μέσα και μεσά, τὸ (Μ)
το τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»].
(II)
η
(γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη άνω επιφάνεια και μία ή περισσότερες απότομες πλευρές.
(III)
και μες και μέσ' (Μ μέσα και μέσ') επίρρ.
1. (για στάση ή κίνηση) στο εσωτερικό ή προς το εσωτερικό (α. «βάλε τα βιβλία μέσα στο συρτάρι» β. «βγήκε μέσ' από το δωμάτιο» γ. «μες την υπόγεια την ταβέρνα...», Βάρναλ.)
2. (με άρθρ. ως ουσ.) ο, η και το, τα μέσα
ο εσώτερος ή ο εσωτερικός (α. «τα μέσα του σακακιού μου χρειάζονται άλλαγμα» β. «ο μέσα μας κόσμος» — τα μύχια, ο ψυχικός μας κόσμος
γ. «τα μέσα μου» — τα σπλάγχνα μου, τα εντόσθια μου, τα σωθικά μου)
3. φρ. α) «λέω [ή μιλώ] μέσα μου [ή από μέσα μου]» — σκέπτομαι, συλλογίζομαι χωρίς να μιλώ ή μιλώ σιγά, ψιθυριστά
β) «κόβω ή κάνω μέσα'ς δύο» — διχοτομώ, κόβω σε δύο κομμάτια ή στη μέση
γ) «το κρατώ [ή το φυλάω] [ή το έχω] μέσα μου» — κρατώ κάτι στον νου μου, κρατώ κάτι κρυφό, μυστικό
4. κατά τη διάρκεια («μάς ήρθε για επίσκεψη μέσ' στο μεσημέρι»)
5. λέγεται για δήλωση προθεσμίας πριν από την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος («θα πλουτίσω μέσα σε δύο χρόνια»)
6. στο μέσο μιας χρονικής περιόδου («γυρίζει χωρίς παλτό μέσ' στην καρδιά του χειμώνα»)
7. ανάμεσα, μεταξύ («μπήκε μέσα στο ζευγάρι»)
νεοελλ.
φρ. α) «έχει τον διάολο μέσα του» — είναι δαιμονισμένος, δηλαδή παμπόνηρος ή πολύ ικανός
β) «το 'χει μέσα του» — του είναι έμφυτο ή φυσικό
γ) «τον βάλαν μέσα» — τον φυλάκισαν ή τον έκαναν να χάσει χρήματα σε επιχείρηση ή σε δάνειο επισφαλές
δ) «μπαίνω μέσα» — ζημιώνομαι σε κάποια επιχείρηση ή χάνω σε χαρτοπαίγνιο
ε) «είμαι στα μέσα και στα έξω»
i) έχω μεγάλη ισχύ και επιρροή
ii) μέ περιβάλλουν με απόλυτη εμπιστοσύνη
μσν.
φρ. α) «μέσα στὸ πρόσωπό μου» — κατάμουτρα, μπροστά στα μάτια μου
β) «ἔχω λόγο μέσα μου» — έχω τον νου μου, προσέχω, φροντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος. Από το επίρρ. μέσα, με αποβολή του -α όταν ακολουθούσε λ. που άρχιζε από α- (μέσα από), μέσ' από, προήλθε ο συγκεκομμένος τ. μες(= μέσ)].