3,274,913
edits
(16) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἥμαρτον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως επιφών.)<br /><b>1.</b> έσφαλα, [[αναγνωρίζω]] το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, [[έλεος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ήμαρτον]], Θεέ μου!» ή «[[ήμαρτον]], [[Παναγία]] μου!» <br />α) [[αναφώνηση]] ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε [[κάτι]] [[κακό]] και μετανοεί<br />β) [[επιφώνηση]] αγανάκτησης ή ταλαιπωρίας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b | |mltxt=(AM ἥμαρτον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως επιφών.)<br /><b>1.</b> έσφαλα, [[αναγνωρίζω]] το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, [[έλεος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ήμαρτον]], Θεέ μου!» ή «[[ήμαρτον]], [[Παναγία]] μου!» <br />α) [[αναφώνηση]] ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε [[κάτι]] [[κακό]] και μετανοεί<br />β) [[επιφώνηση]] αγανάκτησης ή ταλαιπωρίας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> το [[ήμαρτον]]<br />η [[παρανομία]], το [[αδίκημα]], η [[αμαρτία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αόρ. β' του <i>αμαρτάνω</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Επιφωνηματική [[χρήση]] στη νέα ελλ. του α' προσ. του ενεργ. αορ. β' του ρ. <i>αμαρτάνω</i>]. | ||
}} | }} |