Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ήμαρτον

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

(AM ἥμαρτον)
νεοελλ.
(ως επιφών.)
1. έσφαλα, αναγνωρίζω το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, έλεος
2. φρ. «ήμαρτον, Θεέ μου!» ή «ήμαρτον, Παναγία μου!»
α) αναφώνηση ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε κάτι κακό και μετανοεί
β) επιφώνηση αγανάκτησης ή ταλαιπωρίας
νεοελλ.-μσν.
ως ουσ. το ήμαρτον
η παρανομία, το αδίκημα, η αμαρτία
μσν.-αρχ.
αόρ. β' του αμαρτάνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επιφωνηματική χρήση στη νέα ελλ. του α' προσ. του ενεργ. αορ. β' του ρ. αμαρτάνω].