αβανταδόρος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -α και -ισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής [[λέσχης]] έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο [[παιχνίδι]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή του πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές<br /><b>3.</b> γενικά, όποιος ζει με χρήματα που κερδίζει παρέχοντας [[βοήθεια]] σε ύποπτες επιχειρήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αβάντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αβανταδόρικος]]].
|mltxt=ο (θηλ. -α και -ισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής [[λέσχης]] έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο [[παιχνίδι]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή του πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές<br /><b>3.</b> γενικά, όποιος ζει με χρήματα που κερδίζει παρέχοντας [[βοήθεια]] σε ύποπτες επιχειρήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αβάντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αβανταδόρικος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (θηλ. -α και -ισσα)
1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι
2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή του πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές
3. γενικά, όποιος ζει με χρήματα που κερδίζει παρέχοντας βοήθεια σε ύποπτες επιχειρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αβάντα.
ΠΑΡ. αβανταδόρικος].