αγανοβλέφαρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγανοβλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[γλυκά]] μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγανοβλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[γλυκά]] μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγανὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[βλέφαρον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀγανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγανὸς + βλέφαρον.