αγκυλόδους: Difference between revisions
From LSJ
κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγκυλόδους]] (-οντος), ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει αγκύλα, κυρτά και στραβά δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγκυλόδους]] (-οντος), ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει αγκύλα, κυρτά και στραβά δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγκύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀγκυλόδους (-οντος), ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει αγκύλα, κυρτά και στραβά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκύλος + ὀδούς.