αγκυλόδους
From LSJ
σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light
Greek Monolingual
ἀγκυλόδους (-οντος), ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει αγκύλα, κυρτά και στραβά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκύλος + ὀδούς.